3,277,206
edits
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γκαμήλα]] και [[κάμηλος]], η (AM [[κάμηλος]], ὁ, ἡ, Μ και [[καμήλα]])<br /><b>1.</b> μεγαλόσωμο μυρηκαστικό ζώο που φέρει έναν ή δύο ύβους και που, σύμφωνα με το σημερ. [[σύστημα]] ταξινόμησης, ανήκει στην [[οικογένεια]] camelidae («αἱ δὲ κάμηλοι [[ἴδιον]] ἔχουσι... τὸν καλούμενον ὕβον ἐπί τῷ νώτῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά παραπτώματα τών άλλων και παραβλέπουν τα δικά τους μεγάλα αμαρτήματα (ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει ψηλό και ασύμμετρο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> η κωμική [[αναπαράσταση]] καμήλας στις γιορτές της Αποκριάς<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «η [[καμήλα]] για έν' άσπρο, και δε βγαίν' [[αγοραστής]]» — για τη σχετική [[αξία]] τών πραγμάτων<br />β) «η [[καμήλα]] πήγε να της βάλουν κέρατα, και της έκοψαν τ' αφτιά» — για [[γεγονός]] αντίθετο με το επιδιωκόμενο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(περιλπτ.)</b> ἡ [[κάμηλος]]<br />το [[σύνολο]] τών καμήλων και τών αναβατών τους σε ένα [[στράτευμα]] («τῆ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>g</i><i>ā</i><i>m</i><i>ā</i><i>l</i> απ' όπου η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>γαμάλ</i><br />ἡ [[κάμηλος]] παρὰ Χαλδαίοις</i>. Με τον σημιτικό τ. για την «[[καμήλα]]» συνδέεται και η ετυμολ. [[προέλευση]] του γράμματος [[γάμμα]] (<b>βλ.</b> εγκ. λ. <i>Γ</i>, [[γάμμα]]). Το -<i>η</i>- του επιθήματος -<i>ηλος</i> της λ. [[κάμηλος]] οφείλεται στην [[τροπή]] του -<i>ᾱ</i>- σε -<i>η</i>- στην ιων.-αττ. διάλεκτο. Τη λ. [[κάμηλος]] δανείστηκε [[επίσης]] η αρχ. ινδ. με τη [[μορφή]] <i>kramela</i>-, η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cam</i><i>ē</i><i>lus</i> και στη [[συνέχεια]] οι ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>camel</i>, γερμ. <i>Kamel</i>). Ο νεοελλ. τ. [[καμήλα]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κάμηλος]] [[κατά]] τα πρωτόκλιτα σε -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παρθένος]]: [[παρθένα]]), ενώ ο τ. [[γκαμήλα]] σχηματίστηκε με ηχηροποίηση του <i>κ</i>- σε <i>γκ</i>- που ξεκίνησε από την αιτ. <i>την [[καμήλα]] | |mltxt=και [[γκαμήλα]] και [[κάμηλος]], η (AM [[κάμηλος]], ὁ, ἡ, Μ και [[καμήλα]])<br /><b>1.</b> μεγαλόσωμο μυρηκαστικό ζώο που φέρει έναν ή δύο ύβους και που, σύμφωνα με το σημερ. [[σύστημα]] ταξινόμησης, ανήκει στην [[οικογένεια]] camelidae («αἱ δὲ κάμηλοι [[ἴδιον]] ἔχουσι... τὸν καλούμενον ὕβον ἐπί τῷ νώτῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά παραπτώματα τών άλλων και παραβλέπουν τα δικά τους μεγάλα αμαρτήματα (ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει ψηλό και ασύμμετρο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> η κωμική [[αναπαράσταση]] καμήλας στις γιορτές της Αποκριάς<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «η [[καμήλα]] για έν' άσπρο, και δε βγαίν' [[αγοραστής]]» — για τη σχετική [[αξία]] τών πραγμάτων<br />β) «η [[καμήλα]] πήγε να της βάλουν κέρατα, και της έκοψαν τ' αφτιά» — για [[γεγονός]] αντίθετο με το επιδιωκόμενο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(περιλπτ.)</b> ἡ [[κάμηλος]]<br />το [[σύνολο]] τών καμήλων και τών αναβατών τους σε ένα [[στράτευμα]] («τῆ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>g</i><i>ā</i><i>m</i><i>ā</i><i>l</i> απ' όπου η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>γαμάλ</i><br />ἡ [[κάμηλος]] παρὰ Χαλδαίοις</i>. Με τον σημιτικό τ. για την «[[καμήλα]]» συνδέεται και η ετυμολ. [[προέλευση]] του γράμματος [[γάμμα]] (<b>βλ.</b> εγκ. λ. <i>Γ</i>, [[γάμμα]]). Το -<i>η</i>- του επιθήματος -<i>ηλος</i> της λ. [[κάμηλος]] οφείλεται στην [[τροπή]] του -<i>ᾱ</i>- σε -<i>η</i>- στην ιων.-αττ. διάλεκτο. Τη λ. [[κάμηλος]] δανείστηκε [[επίσης]] η αρχ. ινδ. με τη [[μορφή]] <i>kramela</i>-, η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cam</i><i>ē</i><i>lus</i> και στη [[συνέχεια]] οι ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>camel</i>, γερμ. <i>Kamel</i>). Ο νεοελλ. τ. [[καμήλα]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κάμηλος]] [[κατά]] τα πρωτόκλιτα σε -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παρθένος]]: [[παρθένα]]), ενώ ο τ. [[γκαμήλα]] σχηματίστηκε με ηχηροποίηση του <i>κ</i>- σε <i>γκ</i>- που ξεκίνησε από την αιτ. <i>την [[καμήλα]] > <i>την gαμήλα</i> > η [[γκαμήλα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τον κρημ</i>[[ν]]<i>ό</i> > <i>τον [[κρεμ]][[ν]]<i>ό</i> > <i>το γκρεμό</i> > ο [[γκρεμός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καμήλι]](-<i>ιον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμήλειος]], [[καμηλεύω]], [[καμηλίζω]], [[καμηλικός]], [[καμηλίτης]], [[καμηλών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καμηλάριος]], [[καμηλώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καμηλάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καμηλήσιος]], [[καμηλιέρης]], [[καμηλό]], [[καμηλωτή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[καμηλέμπορος]], [[καμηληλασία]], [[καμηλοπάρδαλη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμηλάνθραξ]], [[καμηλάτης]], [[καμηλοβάτης]], [[καμηλοβοσκός]], [[καμηλοπόδιον]], [[καμηλοσφαγώ]], [[καμηλοτρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καμηλογόμαρον]], <i>καμηλοειδώς</i>, [[καμηλόκεντρον]], [[καμηλοκόμος]], [[καμηλοφορβός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καμηληλάτης]], [[καμηλόδερμα]], [[καμηλόμαλλο]], [[καμηλοπούλι]], [[καμηλοτόμαρο]], [[καμηλότριχα]], [[καμηλόψωρα]]. (Β' συνθετικό) [[στρουθοκάμηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προβατοκάμηλος]], [[ψηλογκαμήλα]]]. | ||
}} | }} |