ξανά: Difference between revisions

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
(27)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἄξανα και ξάνα)<br /><b>επίρρ.</b> [[πάλι]], εκ νέου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ξανά]] και [[ξανά]]» — επανειλημμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή [[λέξη]], ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις <i>ἐξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐξ</i>-<i>ανα</i>-[[στρέφω]] &GT; <i>ξανα</i>-[[στρέφω]], <i>ἐξ</i>-<i>ανα</i>-<i>ζώ</i> &GT; <i>ξανα</i>-<i>ζώ</i>), με σίγηση του αρκτ. <i>ε</i>-. Το επίρρ. [[ξανά]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε [[πάρα]] [[πολλά]] ρήματα και ονόματα της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. της επανάληψης (<b>πρβλ.</b> <i>ξανα</i>-<i>λέω</i>, <i>ξανα</i>-[[βλέπω]], [[ξανάρχομαι]], <i>ξανα</i>-[[νιώνω]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=(Μ ἄξανα και ξάνα)<br /><b>επίρρ.</b> [[πάλι]], εκ νέου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ξανά]] και [[ξανά]]» — επανειλημμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή [[λέξη]], ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις <i>ἐξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐξ</i>-<i>ανα</i>-[[στρέφω]] > <i>ξανα</i>-[[στρέφω]], <i>ἐξ</i>-<i>ανα</i>-<i>ζώ</i> > <i>ξανα</i>-<i>ζώ</i>), με σίγηση του αρκτ. <i>ε</i>-. Το επίρρ. [[ξανά]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε [[πάρα]] [[πολλά]] ρήματα και ονόματα της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. της επανάληψης (<b>πρβλ.</b> <i>ξανα</i>-<i>λέω</i>, <i>ξανα</i>-[[βλέπω]], [[ξανάρχομαι]], <i>ξανα</i>-[[νιώνω]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

(Μ ἄξανα και ξάνα)
επίρρ. πάλι, εκ νέου
νεοελλ.
φρ. «ξανά και ξανά» — επανειλημμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις ἐξ + ἀνά (πρβλ. ἐξ-ανα-στρέφω > ξανα-στρέφω, ἐξ-ανα-ζώ > ξανα-ζώ), με σίγηση του αρκτ. ε-. Το επίρρ. ξανά εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πάρα πολλά ρήματα και ονόματα της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. της επανάληψης (πρβλ. ξανα-λέω, ξανα-βλέπω, ξανάρχομαι, ξανα-νιώνω κ.λπ.)].