ανθεκτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(4)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνθεκτικός]], -ή, -όν) [[αντέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεός]], αυτός που δεν υποχωρεί<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αντέχει, δείχνει [[κουράγιο]], [[θάρρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συγκρατιέται [[γερά]], να μένει προσκολλημένος σε [[κάτι]] ή κάποιον («τοῡ καθαροῡ εἰσιν ἀνθεκτικοί»).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνθεκτικός]], -ή, -όν) [[αντέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεός]], αυτός που δεν υποχωρεί<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αντέχει, δείχνει [[κουράγιο]], [[θάρρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συγκρατιέται [[γερά]], να μένει προσκολλημένος σε [[κάτι]] ή κάποιον («τοῦ καθαροῡ εἰσιν ἀνθεκτικοί»).
}}
}}