εξευτελίζω: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξευτελίζω]] (AM [[ἐξευτελίζω]]) [[ευτελίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ευτελές, [[εξαχρειώνω]] («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, | |mltxt=και [[ξευτελίζω]] (AM [[ἐξευτελίζω]]) [[ευτελίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ευτελές, [[εξαχρειώνω]] («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῦτο προσπάθησε [[τουλάχιστον]]<br />μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εξευτελίζομαι</i><br />[[χάνω]] την [[αξιοπρέπεια]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ευτελές<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]] [[πέρα]] από το κανονικό, [[περιορίζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) ευτελίζω
καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον
μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)
νεοελλ.
μέσ. εξευτελίζομαι
χάνω την αξιοπρέπεια μου
αρχ.
1. θεωρώ κάτι ευτελές
2. ελαττώνω πέρα από το κανονικό, περιορίζω.