καθέδρα: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καθέδρα]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] στο οποίο κάθεται [[κάποιος]], [[κάθισμα]], [[θέση]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[έδρα]], [[θώκος]], [[θρόνος]]<br /><b>3.</b> [[έδρα]] επισκοπικής αρχής, [[πόλη]] όπου υπάρχει [[επίσκοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «από καθέδρας» — με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας («μιλάει από καθέδρας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρύπτη]], [[φωλιά]] («[[καθέδρα]] τοῡ λαγώ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του σώματος [[πάνω]] στο οποίο καθόμαστε, τα οπίσθια, η [[έδρα]]<br /><b>3.</b> (για κίονα) [[βάση]]<br /><b>4.</b> καθιστική [[θέση]], [[στάση]], [[τρόπος]] καθίσματος, στάσης<br /><b>5.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] [[άπρακτος]], [[απραξία]] («[[καθέδρα]] καὶ [[σχολή]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[έδρα]] διδασκάλου<br /><b>7.</b> [[συνεδρία]], [[συνέλευση]]<br /><b>8.</b> [[θρανίο]], [[κάθισμα]] τών κωπηλατών<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ καθέδραι</i><br />το [[αφοδευτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[έδρα]] με αισθητή τη σύνθεσή της με το [[καθέζομαι]].
|mltxt=η (AM [[καθέδρα]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] στο οποίο κάθεται [[κάποιος]], [[κάθισμα]], [[θέση]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[έδρα]], [[θώκος]], [[θρόνος]]<br /><b>3.</b> [[έδρα]] επισκοπικής αρχής, [[πόλη]] όπου υπάρχει [[επίσκοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «από καθέδρας» — με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας («μιλάει από καθέδρας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρύπτη]], [[φωλιά]] («[[καθέδρα]] τοῦ λαγώ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του σώματος [[πάνω]] στο οποίο καθόμαστε, τα οπίσθια, η [[έδρα]]<br /><b>3.</b> (για κίονα) [[βάση]]<br /><b>4.</b> καθιστική [[θέση]], [[στάση]], [[τρόπος]] καθίσματος, στάσης<br /><b>5.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] [[άπρακτος]], [[απραξία]] («[[καθέδρα]] καὶ [[σχολή]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[έδρα]] διδασκάλου<br /><b>7.</b> [[συνεδρία]], [[συνέλευση]]<br /><b>8.</b> [[θρανίο]], [[κάθισμα]] τών κωπηλατών<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ καθέδραι</i><br />το [[αφοδευτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[έδρα]] με αισθητή τη σύνθεσή της με το [[καθέζομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm