θίασος: Difference between revisions

No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θίασος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το [[σύνολο]] τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό [[έργο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, [[ιδίως]] [[προς]] τιμήν του Βάκχου<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> θρησκευτικό [[σωματείο]], όμιλος, [[αδελφότητα]]<br /><b>3.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων, [[πλήθος]], [[συντροφιά]]<br /><b>4.</b> [[εταιρεία]] («τοῡ σοῡ θιάσου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[διασκέδαση]] με [[παρέα]], [[γιορτή]], [[πανήγυρη]], [[συμπόσιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνόπλιος]] [[θίασος]]» — [[ομάδα]] πολεμιστών, <b>Ευρ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε [[σχέση]] με τη διονυσιακή [[λατρεία]] και εμφανίζει την [[ίδια]] κατάλ. -<i>σος</i> με τη λ. <i>θύρ</i>-<i>σος</i>, που ήταν [[ραβδί]] τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως [[έμβλημα]] του Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί [[δάνειο]], πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θιασεύω]], [[θιασίτης]], [[θιασώδης]], <i>θιασώνες</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θιασάρχης]].
|mltxt=ο (Α [[θίασος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το [[σύνολο]] τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό [[έργο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, [[ιδίως]] [[προς]] τιμήν του Βάκχου<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> θρησκευτικό [[σωματείο]], όμιλος, [[αδελφότητα]]<br /><b>3.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων, [[πλήθος]], [[συντροφιά]]<br /><b>4.</b> [[εταιρεία]] («τοῦ σοῡ θιάσου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[διασκέδαση]] με [[παρέα]], [[γιορτή]], [[πανήγυρη]], [[συμπόσιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνόπλιος]] [[θίασος]]» — [[ομάδα]] πολεμιστών, <b>Ευρ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε [[σχέση]] με τη διονυσιακή [[λατρεία]] και εμφανίζει την [[ίδια]] κατάλ. -<i>σος</i> με τη λ. <i>θύρ</i>-<i>σος</i>, που ήταν [[ραβδί]] τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως [[έμβλημα]] του Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί [[δάνειο]], πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θιασεύω]], [[θιασίτης]], [[θιασώδης]], <i>θιασώνες</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θιασάρχης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm