μνημείο: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(25)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ μνημεῑον, Α δωρ. τ. μναμεῑον και ιων. τ. [[μνημήϊον]])<br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] το οποίο ανακαλεί στη [[μνήμη]] [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], [[αντικείμενο]] για [[ενθύμηση]], για [[ανάμνηση]] («μνημεῑα ὅρκων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]] το οποίο ανεγείρεται στον τάφο κάποιου [[προς]] [[τιμή]] και ανάμνησή του («στο [[ιερό]] [[περιβόλι]]... ξεχωρίζει ορθοστύλωτο [[ανάμεσα]] στα μνημεία τών πολέμαρχων», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> [[τάφος]] («πάντες οἱ ἐν τοῑς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[έργο]] αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό ιδρυμένο [[προς]] τιμήν και [[ανάμνηση]] προσώπου ή γεγονότος (α. «το [[μνημείο]] του Φιλοπάππου» β. «μνημεῑον μὲν οὖν αὐτοῡ ἐν Μαγνησίᾳ ἐστὶ τῇ Ἀσιανῇ ἐν τῇ ἀγορᾷ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έργο]] τέχνης ή λόγου το οποίο θεωρείται ως [[αριστούργημα]] και ως λαμπρό [[δείγμα]] της εποχής [[κατά]] την οποία δημιουργήθηκε («το [[μνημείο]] του Παρθενώνα»)<br /><b>2.</b> (ειρωνικά) χαρακτηριστικό [[δείγμα]] («η αγόρευσή του ήταν [[μνημείο]] ασάφειας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μνημεία λόγου» — τα συγγράμματα της αρχαιότητας («οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες [[είναι]] μνημεία λόγου»)<br />β) «ιστορικό [[μνημείο]]», μεμονωμένο αρχιτεκτονικό [[μνημείο]] ή ιστορικό [[σύνολο]] που κρίνεται διατηρητέο λόγω της εθνικής, ιστορικής, πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής του αξίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μνημεῑα</i><br />[[νεκροταφείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενθύμηση]], [[ανάμνηση]]<br /><b>2.</b> [[κάλπη]] η οποία περιέχει την [[τέφρα]] νεκρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. <i>μνημεῑος</i>/<i>μνημήϊος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μνῆμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i>/<i>εῖος</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ μνημεῑον, Α δωρ. τ. μναμεῑον και ιων. τ. [[μνημήϊον]])<br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] το οποίο ανακαλεί στη [[μνήμη]] [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], [[αντικείμενο]] για [[ενθύμηση]], για [[ανάμνηση]] («μνημεῑα ὅρκων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]] το οποίο ανεγείρεται στον τάφο κάποιου [[προς]] [[τιμή]] και ανάμνησή του («στο [[ιερό]] [[περιβόλι]]... ξεχωρίζει ορθοστύλωτο [[ανάμεσα]] στα μνημεία τών πολέμαρχων», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> [[τάφος]] («πάντες οἱ ἐν τοῑς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[έργο]] αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό ιδρυμένο [[προς]] τιμήν και [[ανάμνηση]] προσώπου ή γεγονότος (α. «το [[μνημείο]] του Φιλοπάππου» β. «μνημεῑον μὲν οὖν αὐτοῦ ἐν Μαγνησίᾳ ἐστὶ τῇ Ἀσιανῇ ἐν τῇ ἀγορᾷ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έργο]] τέχνης ή λόγου το οποίο θεωρείται ως [[αριστούργημα]] και ως λαμπρό [[δείγμα]] της εποχής [[κατά]] την οποία δημιουργήθηκε («το [[μνημείο]] του Παρθενώνα»)<br /><b>2.</b> (ειρωνικά) χαρακτηριστικό [[δείγμα]] («η αγόρευσή του ήταν [[μνημείο]] ασάφειας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μνημεία λόγου» — τα συγγράμματα της αρχαιότητας («οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες [[είναι]] μνημεία λόγου»)<br />β) «ιστορικό [[μνημείο]]», μεμονωμένο αρχιτεκτονικό [[μνημείο]] ή ιστορικό [[σύνολο]] που κρίνεται διατηρητέο λόγω της εθνικής, ιστορικής, πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής του αξίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μνημεῑα</i><br />[[νεκροταφείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενθύμηση]], [[ανάμνηση]]<br /><b>2.</b> [[κάλπη]] η οποία περιέχει την [[τέφρα]] νεκρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. <i>μνημεῑος</i>/<i>μνημήϊος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μνῆμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i>/<i>εῖος</i>)].
}}
}}