опрокидывать: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀναμοχλεύω]], [[περιστρέφω]], [[ἐκβάλλω]], [[καταστρέφω]], [[κολούω]], [[καταρρίπτω]], [[διασφάλλω]], [[καταπλίσσω]], [[ὑπτιόω]], [[ἀποκλίνω]], [[ἀναστρέφω]], [[μεταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀντρέπω]], [[συγχέω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[περιτρέπω]], [[πταίω]], [[ἀναχαιτίζω]] | |rueltext=[[βάλλω]], [[ἐπισπάω]], [[ἀναμοχλεύω]], [[περιστρέφω]], [[ἐκβάλλω]], [[καταστρέφω]], [[κολούω]], [[καταρρίπτω]], [[διασφάλλω]], [[καταπλίσσω]], [[ὑπτιόω]], [[ἀποκλίνω]], [[ἀναστρέφω]], [[μεταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀντρέπω]], [[συγχέω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[περιτρέπω]], [[πταίω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ῥήσσω]], [[κατασπάω]], [[διαφέρω]], [[στρέφω]], [[διαστρέφω]], [[καταχέω]], [[βιβάω]], [[τινάσσω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
βάλλω, ἐπισπάω, ἀναμοχλεύω, περιστρέφω, ἐκβάλλω, καταστρέφω, κολούω, καταρρίπτω, διασφάλλω, καταπλίσσω, ὑπτιόω, ἀποκλίνω, ἀναστρέφω, μεταρρίπτω, ἀνατρέπω, ἀντρέπω, συγχέω, καθαιρέω, καταιρέω, περιτρέπω, πταίω, ἀναχαιτίζω, ῥήσσω, κατασπάω, διαφέρω, στρέφω, διαστρέφω, καταχέω, βιβάω, τινάσσω