безрассудный: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἠλεός]] | |rueltext=[[ἠλεός]], [[δύσφρων]], [[παράνοος]], [[παράνους]], [[παραφρόνιμος]], [[ἠλίθιος]], [[ἀλίθιος]], [[ἀλόγιστος]], [[ἀσύνετος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀεσίφρων]], [[μανιώδης]], [[ἀφραδής]], [[κακόβουλος]], [[κακόφρων]], [[κουφόνοος]], [[κουφόνους]], [[χαλίφρων]], [[ἄφρων]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἄσκεπτος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄβουλος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀφρόντιστος]], [[ἄνοος]], [[ἄνους]], [[μωρός]], [[μῶρος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀνοήμων]], [[ἀνόητος]], [[ἔμπληκτος]], [[μάταιος]], [[θερμουργός]], [[μανικός]], [[θερμός]], [[εἰκαῖος]], [[κοῦφος]], [[ἄλογος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 18 October 2019
Russian > Greek
ἠλεός, δύσφρων, παράνοος, παράνους, παραφρόνιμος, ἠλίθιος, ἀλίθιος, ἀλόγιστος, ἀσύνετος, ἀξύνετος, ἀεσίφρων, μανιώδης, ἀφραδής, κακόβουλος, κακόφρων, κουφόνοος, κουφόνους, χαλίφρων, ἄφρων, ἀσυλλόγιστος, ἄσκεπτος, ἀπερίσκεπτος, ἄβουλος, ἄσκοπος, ἀφρόντιστος, ἄνοος, ἄνους, μωρός, μῶρος, ἀγνώμων, ἀνοήμων, ἀνόητος, ἔμπληκτος, μάταιος, θερμουργός, μανικός, θερμός, εἰκαῖος, κοῦφος, ἄλογος