Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυγία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(42)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygia
|Transliteration C=trygia
|Beta Code=trugi/a
|Beta Code=trugi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρύξ]] 11, <b class="b2">lees, sediment</b>, οἰνηρὰ τ. <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>86.29</span>, cf. <span class="title">Mim. Oxy.</span>413.55, <span class="title">Gp.</span>7.12.7; ἐλαίου Hsch. s.v. [[τρύγιος; ὄξεος]] <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.3</span>; τ. αἵματος Gal.19.490. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[τρύξ]] 1, <b class="b2">new wine</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>531i22</span> (i A. D.).</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρύξ]] 11, [[lees]], [[sediment]], οἰνηρὰ τ. <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>86.29</span>, cf. <span class="title">Mim. Oxy.</span>413.55, <span class="title">Gp.</span>7.12.7; ἐλαίου Hsch. s.v. [[τρύγιος; ὄξεος]] <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.3</span>; τ. αἵματος Gal.19.490. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[τρύξ]] 1, <b class="b2">new wine</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>531i22</span> (i A. D.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγία Medium diacritics: τρυγία Low diacritics: τρυγία Capitals: ΤΡΥΓΙΑ
Transliteration A: trygía Transliteration B: trygia Transliteration C: trygia Beta Code: trugi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = τρύξ 11, lees, sediment, οἰνηρὰ τ. Ph.Bel.86.29, cf. Mim. Oxy.413.55, Gp.7.12.7; ἐλαίου Hsch. s.v. τρύγιος; ὄξεος Aret.CA2.3; τ. αἵματος Gal.19.490.    2 = τρύξ 1, new wine, BGU531i22 (i A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγία: ἡ, = τρύξ, οἴνου Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 677· ἐλαίου Ἡσύχ.· ὄξους Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 1. 251.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α τρύξ, τρυγός]
το κατακάθι του κρασιού, τρύξ
νεοελλ.
1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών προγομφίων της κάτω γνάθου καθώς και στις παρειακές επιφάνειες τών άνω γομφίων, κν. πέτρα τών δοντιών
2. (τροφ. τεχνολ.-χημ.) η υποστάθμη που σχηματίζεται στο κρασί και προσκολλάται στον πυθμένα και στα τοιχώματα τών σκευών, τών βαρελιών και τών δεξαμενών ή αλλού όπου αποθηκεύεται το προϊόν για μεγάλο χρονικό διάστημα
3. φρ. «λευκή τρυγία» — βλ. τρυγικός
αρχ.
νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση, γλεύκος, μούστος.