κατηφής: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηφής''': -ές, ἔχων τὰ ὄμματα ἐστραμμένα πρὸς τὰ [[κάτω]], [[ὅστις]] τὰ ἔχει καταιβασμένα ἐξ αἰσχύνης ἢ λύπης, τεθλιμμένος, [[ἄθυμος]], κατηφέες ἐσσόμεθ’ αἰεὶ Ὀδ. Ω. 432· τὸν μὲν κατηφῆ Εὐρ. Ὀρ. 881· κ. [[ὄμμα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 633· κ. ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1217Α· ἐπὶ ζῴων, αἱ ἵπποι [[ὅταν]] ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 14· τὸ κατηφὲς ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3. 8, πρβλ. 2·- θεοῖς καταχθονίοις… λαὸς κατηφὴς Ἐπιγρ. Συρακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5394. 2) μεταφορ., [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 6. 658· [[χωρίον]] [[Πολυδ]]. Ε΄, 110· ἐπὶ χρώματος, [[λίθος]] κ. καὶ [[μέλας]] Φιλόστρ. 556, πρβλ. Ἱμέριον 12. 7. Ἐτυμολογία [[ἀμφίβολος]], τινὲς παράγουσιν ἐκ τοῦ [[κάτω]]-φάεα (=ὄμματα) βάλλειν, [[ὅπερ]] δὲν ἀπᾴδει πρὸς τὴν σημασίαν· [[διότι]] κατὰ τὸν Πλούτ. (2. 528Ε) ἡ κ. [[λύπη]] πρὸς τὰ [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα· ὁ δὲ Σχολιαστ. τοῦ Ὁμήρου ἐν Ἰλ. Ρ. 556 φησὶ «κατωπίη ἀπὸ τοῦ [[κάτω]] τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», πρβλ. [[κατωπός]], [[κατωπιάω]].
|lstext='''κατηφής''': -ές, ἔχων τὰ ὄμματα ἐστραμμένα πρὸς τὰ [[κάτω]], [[ὅστις]] τὰ ἔχει καταιβασμένα ἐξ αἰσχύνης ἢ λύπης, τεθλιμμένος, [[ἄθυμος]], κατηφέες ἐσσόμεθ’ αἰεὶ Ὀδ. Ω. 432· τὸν μὲν κατηφῆ Εὐρ. Ὀρ. 881· κ. [[ὄμμα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 633· κ. ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1217Α· ἐπὶ ζῴων, αἱ ἵπποι [[ὅταν]] ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 14· τὸ κατηφὲς ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3. 8, πρβλ. 2·- θεοῖς καταχθονίοις… λαὸς κατηφὴς Ἐπιγρ. Συρακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5394. 2) μεταφορ., [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 6. 658· [[χωρίον]] Πολυδ. Ε΄, 110· ἐπὶ χρώματος, [[λίθος]] κ. καὶ [[μέλας]] Φιλόστρ. 556, πρβλ. Ἱμέριον 12. 7. Ἐτυμολογία [[ἀμφίβολος]], τινὲς παράγουσιν ἐκ τοῦ [[κάτω]]-φάεα (=ὄμματα) βάλλειν, [[ὅπερ]] δὲν ἀπᾴδει πρὸς τὴν σημασίαν· [[διότι]] κατὰ τὸν Πλούτ. (2. 528Ε) ἡ κ. [[λύπη]] πρὸς τὰ [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα· ὁ δὲ Σχολιαστ. τοῦ Ὁμήρου ἐν Ἰλ. Ρ. 556 φησὶ «κατωπίη ἀπὸ τοῦ [[κάτω]] τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», πρβλ. [[κατωπός]], [[κατωπιάω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[κατηφής]], -ές)<br />[[κυρίως]] αυτός που έχει στραμμένα [[προς]] τα [[κάτω]] τα μάτια από [[λύπη]] ή [[ντροπή]], [[άκεφος]], [[σκυθρωπός]], [[δύσθυμος]], [[κατσούφης]] (α. «[[κατηφής]] και [[απαρηγόρητος]]», Καλλιγ.<br />β. «κατηφὲς ὄμμ' ἔχεις;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αμπέλι]]) αυτό που έχει υποστεί μαρασμό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («[[χωρίον]] κατηφές», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἁφή</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]]].
|mltxt=-ές (AM [[κατηφής]], -ές)<br />[[κυρίως]] αυτός που έχει στραμμένα [[προς]] τα [[κάτω]] τα μάτια από [[λύπη]] ή [[ντροπή]], [[άκεφος]], [[σκυθρωπός]], [[δύσθυμος]], [[κατσούφης]] (α. «[[κατηφής]] και [[απαρηγόρητος]]», Καλλιγ.<br />β. «κατηφὲς ὄμμ' ἔχεις;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αμπέλι]]) αυτό που έχει υποστεί μαρασμό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («[[χωρίον]] κατηφές», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἁφή</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm