3,274,827
edits
m (Text replacement - "<b class="b3">(\p{L}+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρκίνος''': ῐ , ὁ, [[μετὰ]] ἑτερογεν. πληθ. καρκίνα (ἴδε ἐν τέλ.)· - «κάβουρας», «καβοῦρι», Λατ. cancer, Ἑλλάνικ. 40, Ἀριστοφ. Ἱππ. 608, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C. Τοῦ καρκίνου ὑπάρχει [[πλήρης]] περιγραφὴ ἐν Βατραχομυομ. 295, κἑξ.· - διάφορα εἴδη περιλαμβάνονται ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2 κἑξ.· καθ’ ὅσον τινὲς μὲν αὐτῶν [[εἶναι]] μαλακόστρακοι, ἄλλοι δὲ ὀστρακόδερμοι, [[αὐτόθι]] 8. 17, 11· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῶν κτλ. ἴδε 4. 2, 8., 4. 4. 3, 2· ἔστηκε δ’ ἔς μ’ ὀρεῦσα καρκίνου μεῖζον Ἡρώνδ. IV. 44· - παροιμ., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1083. ΙΙ. ὁ Καρκίνος, Cancer, ὡς [[σημεῖον]] ἐν τῷ Ζῳδιακῷ, Ἄρατ. 147, Πλούτ. 2. 908C. III. διαβρωτικὸν [[ἕλκος]] ἢ [[νόσημα]], Ἱππ. Ἀφ. 1257 (ἴδε Foës Oecon.), Δημ. 798, 23: ἀλλαχοῦ [[καρκίνωμα]]. IV. ἐξ ὁμοιότητος πρὸς τὰς χηλὰς τοῦ καρκίνου κατὰ τὸ [[σχῆμα]], 1) [[λαβίς]], [[πυράγρα]], Ἀνθ. Π. 6. 92, Ἀθήν. 456D·Ϗ ὡς [[βασανιστήριον]] [[ὄργανον]], Διόδ. 20. 71· - μεταφ., λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ [[καρκίνος]] τοῦ ξένων δαιτυμόνος, ἡ [[πυράγρα]] ἐντόνως θὰ σφίγξῃ τὸν λαιμὸν τοῦ φαγόντος τοῦς ξένους, δηλ. θὰ τιμωρηθῇ ἐπαξίως, Εὐρ. Κύκλ. 609 (οὕτω παρὰ τῷ Ὀβιδ., angebar ceu guttura forcipe pressus). 2) = ζυγώματα, «[[μετὰ]] δὲ τούς κροτάφους δύο ὀστῶν εἰσι πλαγίων συμβολαί, περιειληφότων τὰ ὦτα, ὀνομάζονται δὲ ζυγώματα καὶ καρκίνοι» | |lstext='''καρκίνος''': ῐ , ὁ, [[μετὰ]] ἑτερογεν. πληθ. καρκίνα (ἴδε ἐν τέλ.)· - «κάβουρας», «καβοῦρι», Λατ. cancer, Ἑλλάνικ. 40, Ἀριστοφ. Ἱππ. 608, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C. Τοῦ καρκίνου ὑπάρχει [[πλήρης]] περιγραφὴ ἐν Βατραχομυομ. 295, κἑξ.· - διάφορα εἴδη περιλαμβάνονται ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2 κἑξ.· καθ’ ὅσον τινὲς μὲν αὐτῶν [[εἶναι]] μαλακόστρακοι, ἄλλοι δὲ ὀστρακόδερμοι, [[αὐτόθι]] 8. 17, 11· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῶν κτλ. ἴδε 4. 2, 8., 4. 4. 3, 2· ἔστηκε δ’ ἔς μ’ ὀρεῦσα καρκίνου μεῖζον Ἡρώνδ. IV. 44· - παροιμ., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1083. ΙΙ. ὁ Καρκίνος, Cancer, ὡς [[σημεῖον]] ἐν τῷ Ζῳδιακῷ, Ἄρατ. 147, Πλούτ. 2. 908C. III. διαβρωτικὸν [[ἕλκος]] ἢ [[νόσημα]], Ἱππ. Ἀφ. 1257 (ἴδε Foës Oecon.), Δημ. 798, 23: ἀλλαχοῦ [[καρκίνωμα]]. IV. ἐξ ὁμοιότητος πρὸς τὰς χηλὰς τοῦ καρκίνου κατὰ τὸ [[σχῆμα]], 1) [[λαβίς]], [[πυράγρα]], Ἀνθ. Π. 6. 92, Ἀθήν. 456D·Ϗ ὡς [[βασανιστήριον]] [[ὄργανον]], Διόδ. 20. 71· - μεταφ., λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ [[καρκίνος]] τοῦ ξένων δαιτυμόνος, ἡ [[πυράγρα]] ἐντόνως θὰ σφίγξῃ τὸν λαιμὸν τοῦ φαγόντος τοῦς ξένους, δηλ. θὰ τιμωρηθῇ ἐπαξίως, Εὐρ. Κύκλ. 609 (οὕτω παρὰ τῷ Ὀβιδ., angebar ceu guttura forcipe pressus). 2) = ζυγώματα, «[[μετὰ]] δὲ τούς κροτάφους δύο ὀστῶν εἰσι πλαγίων συμβολαί, περιειληφότων τὰ ὦτα, ὀνομάζονται δὲ ζυγώματα καὶ καρκίνοι» Πολυδ. Β΄, 85. 3) [[εἶδος]] πεδίλων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 75. 4) [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, Γαλην. 12. 476. V. = [[κίρκινος]], [[κύκλος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54· - τὰ καρκίνα σπειροῦχα, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 295, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] διαβῆται σχηματίζοντες κύκλους. (Πρβλ. Σανσκρ. kark-as, Λατ. canc-er). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |