σκάφιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάφιον''': [ᾰ] (οὐχὶ σκαφίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]], μικρὰ [[σκάφη]] ἢ [[λεκάνη]], Θεοφρ.π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 3· ἐν χρήσει ἐν τοῖς λουτροῖς, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 501Ε, παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ. [[χύτλον]]· μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀθήν. 142D. κτλ. 2) γυναικὸς [[οὐροδοχεῖον]] νυκτερινόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 633, πρβλ. Α. Β. 301· οὕτω Λατιν. scaphium παρὰ τῷ Ἰουβεν. 6. 264. 3) κοῖλον [[κάτοπτρον]] χρησιμεῦον πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, δι’ οὗ αἱ Ἑστιάδες παρθένοι ἀνῆπτον τὸ πῦρ, Πλουτ. Ἄρατ. 3, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ [[σκαφεῖον]]) ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 9· πρβλ. [[ὕαλος]]. ΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ κείρειν τὴν κόμην (παραληφθεὶς ἀπὸ τῶν Σκυθῶν), καθ’ ὅν αὕτη ἐκείρετο [[μέχρι]] τοῦ δέρματος ὁλόγυρα περὶ τὴν κεφαλήν, οὕ ὡς [[ὥστε]] νὰ μένωσι τρίχες ἐξέχουσαι μόνον ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἡ ὁποία [[οὕτως]] ἐφαίνετο ὥς τις [[λεκάνη]], [[σκάφιον]] ἀποκεκαρμένος, ἔχων κεκαρμένην τὴν κόμην κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 838· [[σκάφιον]] ἀποτετιλμένος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 806· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, μὴ καταγῇς τὸ [[σκάφιον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 502. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἰσχία. τά, [[Πολυδ]]. Β΄, 183. IV. [[σκαφεῖον]], Ἱππ. Ἀγμ. 757.
|lstext='''σκάφιον''': [ᾰ] (οὐχὶ σκαφίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]], μικρὰ [[σκάφη]] ἢ [[λεκάνη]], Θεοφρ.π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 3· ἐν χρήσει ἐν τοῖς λουτροῖς, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 501Ε, παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ. [[χύτλον]]· μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀθήν. 142D. κτλ. 2) γυναικὸς [[οὐροδοχεῖον]] νυκτερινόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 633, πρβλ. Α. Β. 301· οὕτω Λατιν. scaphium παρὰ τῷ Ἰουβεν. 6. 264. 3) κοῖλον [[κάτοπτρον]] χρησιμεῦον πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, δι’ οὗ αἱ Ἑστιάδες παρθένοι ἀνῆπτον τὸ πῦρ, Πλουτ. Ἄρατ. 3, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ [[σκαφεῖον]]) ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 9· πρβλ. [[ὕαλος]]. ΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ κείρειν τὴν κόμην (παραληφθεὶς ἀπὸ τῶν Σκυθῶν), καθ’ ὅν αὕτη ἐκείρετο [[μέχρι]] τοῦ δέρματος ὁλόγυρα περὶ τὴν κεφαλήν, οὕ ὡς [[ὥστε]] νὰ μένωσι τρίχες ἐξέχουσαι μόνον ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἡ ὁποία [[οὕτως]] ἐφαίνετο ὥς τις [[λεκάνη]], [[σκάφιον]] ἀποκεκαρμένος, ἔχων κεκαρμένην τὴν κόμην κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 838· [[σκάφιον]] ἀποτετιλμένος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 806· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, μὴ καταγῇς τὸ [[σκάφιον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 502. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἰσχία. τά, Πολυδ. Β΄, 183. IV. [[σκαφεῖον]], Ἱππ. Ἀγμ. 757.
}}
}}
{{grml
{{grml