τρωγάλια: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρωγάλια''': τά, ([[τρώγω]]) καρποὶ τρωγόμενοι κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ δείπνου ὡς ἐπιδορπίσματα, [[οἷον]] ἰσχάδες, σῦκα, κάρυα, μέσπιλα, ἀμυγδάλαι, κάρυα Περσικά, κλπ., ὡς τὸ τραγήματα ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ παλαιοτέρα ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος [[λέξις]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 100), Ἀριστοφ. Εἰρ. 772, Πλ. 798, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 79· - [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[οἷον]] ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 94, ἐν Πλουτ. 2. 133C. - Τὸ ἐπίθετ. τρωγάλιος, = [[τρωκτός]], μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''τρωγάλια''': τά, ([[τρώγω]]) καρποὶ τρωγόμενοι κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ δείπνου ὡς ἐπιδορπίσματα, [[οἷον]] ἰσχάδες, σῦκα, κάρυα, μέσπιλα, ἀμυγδάλαι, κάρυα Περσικά, κλπ., ὡς τὸ τραγήματα ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ παλαιοτέρα ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος [[λέξις]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 100), Ἀριστοφ. Εἰρ. 772, Πλ. 798, Πολυδ. ϛʹ, 79· - [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[οἷον]] ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 94, ἐν Πλουτ. 2. 133C. - Τὸ ἐπίθετ. τρωγάλιος, = [[τρωκτός]], μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml