φορητός: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φορητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, [[πλανητός]], Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. [[ὕδωρ]] Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν [[αὐτόθι]] 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· [[φύσις]] φ. καὶ [[μετάβολος]] Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· [[Κύπρις]] γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
|lstext='''φορητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, [[πλανητός]], Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. [[ὕδωρ]] Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν [[αὐτόθι]] 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· [[φύσις]] φ. καὶ [[μετάβολος]] Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· [[Κύπρις]] γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φορητός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α [[φορῶ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταφέρει ή να τον μετατοπίσει (α. «φορητή [[συσκευή]]» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευμετάβολος]], [[άστατος]] («[[φύσις]] φορητὴ καὶ [[μετάβολος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπομείνει, [[υποφερτός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φορητῶς</i> Α<br />με υποφερτό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[φορητός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α [[φορῶ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταφέρει ή να τον μετατοπίσει (α. «φορητή [[συσκευή]]» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευμετάβολος]], [[άστατος]] («[[φύσις]] φορητὴ καὶ [[μετάβολος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπομείνει, [[υποφερτός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φορητῶς</i> Α<br />με υποφερτό τρόπο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm