ικτερούμαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰκτεοῦμαι, -όομαι (Α) [[ίκτερος]]<br />έχω ίκτερο.
|mltxt=ἰκτεροῦμαι, -όομαι (Α) [[ίκτερος]]<br />έχω ίκτερο.
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 24 October 2020

Greek Monolingual

ἰκτεροῦμαι, -όομαι (Α) ίκτερος
έχω ίκτερο.