ἄπορος: Difference between revisions

3,633 bytes removed ,  10 December 2020
m
no edit summary
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> en gener.<br /><b class="num">1</b> de fenómenos naturales [[impracticable]], [[inviable]] θάλασσα Hp.<i>Morb.Sacr</i>.1.29, πέλαγος Pl.<i>Ti</i>.25d, πηλός Pl.<i>Criti</i>.108e, ὁδός X.<i>An</i>.2.4.4, ὄρη X.<i>An</i>.2.5.18<br /><b class="num">•</b>[[contra lo que nada se puede hacer]] del Bóreas, Hdt.4.46, νύξ Longin.9.10<br /><b class="num">•</b>fig. [[inaccesible]], [[inexplorado]] dicho de lo inesperado y no experimentado, Heraclit.B 18.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[insuperable]] τὸ κακόν Hdt.3.52, τοῦτο Hdt.5.3, φόβος Pl.<i>Lg</i>.698b<br /><b class="num">•</b>[[irremediable]], [[incurable]] [[ἀλγηδών]] S.<i>OC</i> 513, cf. <i>Ph</i>.854, νόσημα Hp.<i>VM</i> 8, τύχαι Plu.<i>Sol</i>.28<br /><b class="num">•</b>gener. [[difícil]], [[dificultoso]] ἀμφότερα Gorg.B 11a.10, χρῆμα E.<i>Or</i>.70, ὁ ἀγών Lys.7.2, σωτηρία Pl.<i>Lg</i>.699b, ζήτησις Pl.<i>Plt</i>.284b, ἐρωτήματα Plu.<i>Alex</i>.64<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν ἀπόρῳ ἐστί es imposible</i> Democr.B 8, ἄπορα πόριμος que hace esperar lo no esperable</i> A.<i>Pr</i>.904, ἐν ἀπόροις εἶναι estar en grandes apuros</i> X.<i>An</i>.7.6.11, ἐς ἄπορον ἥκειν E.<i>Hel</i>.813, εἰς ἄπορον πεσεῖν Ar.<i>Nu</i>.703, εὔποροι ἐν τοῖς ἀπόροις de los enamorados, Alex.234.6, ἐν ἀπόροις ζητήσω πόρον <i>SB</i> 7530.16 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>τὸ ἄ. [[callejón sin salida]] Iren.Lugd.<i>Haer</i>.2.33.2<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἄπορον ἀποθέσθαι Pi.<i>O</i>.10.40, πάντων ἀπορώτατον (φίλον εὑρεῖν) Democr.B 106, ἑλεῖν τὴν πόλιν Th.2.77, ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25, cf. 3.22, καλὸν κἀγαθὸν εἶναι Aeschin.Socr.53, ἐξευρεῖν Archyt.B 3.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[difícil de manejar]], [[intratable]] ξένος E.<i>Ba</i>.800, οὗτοι Pl.<i>Ap</i>.18d, ἄμαχοί τε καὶ ἄποροι Hdt.4.46, c. inf. προσφέρεσθαι ἄποροι es imposible acercárseles</i> Hdt.9.49<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἀπορώτατοι [[los más difíciles de combatir]] Th.4.32.<br /><b class="num">II</b> ref. a los medios económicos<br /><b class="num">1</b> [[carente de medios o recursos]] ὧδ' ἔρημος [[ἄπορος]] S.<i>OC</i> 1735, ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου Gorg.B 11a.30, cf. Men.<i>Cith.Fr</i>.1.10, Plu.2.356a, ἄποροι καθεστηκότες encontrándose desamparados</i> Th.2.59, ἄ. ἐπ' οὐδέν S.<i>Ant</i>.360, ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.<i>OT</i> 690, [[δίαιτα]] ... ταπεινὴ καὶ ἄ. Pl.<i>Lg</i>.762e.<br /><b class="num">2</b> [[pobre]], [[indigente]] op. εὔπορος Is.7.9, πένης καὶ ἄ. Plu.2.1058b, subst. οἱ ἄποροι Isoc.8.131, cf. <i>PMil.Vogl</i>.25.3.4 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[insolvente]] para encargarse de un servicio público o pagar impuestos ἄ. λῃτουργεῖν Lys.31.12, cf. <i>PCornell</i> 24.5 (I d.C.), <i>SB</i> 7462.10 (I d.C.), <i>POxy</i>.2131.13 (II d.C.), <i>PLeit</i>.5.10 (II d.C.), <i>PSI</i> 1103.7 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[improductivo]], [[que no rinde]] de adelantos o deudas, D.50.9, de tierras ἀπὸ ἀπόρων ὀνομάτων de las partidas de tierras improductivas</i>, <i>PGen</i>.67.7 (IV d.C.), γεωργοῖς ἀπόρων ὀνομάτων μητροπολιτικῶν <i>POxy</i>.1746.11 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἄ. [[tierra improductiva]] ἐπιγραφὴ ἀπόρου <i>PUniv.Giss</i>.13.7 (I d.C.), [[βούλομαι]] μισθώσασθαί σοι ἀπὸ τοῦ ἀπόρου τῆς κώμης <i>PGen</i>.70.8 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>ἐν ἀπόρῳ [[en estado de improductividad, de abandono]] τὰ ἐνδεήματα τῶν ἐν ἀπόρῳ τυγχανόντων ὀνομάτων <i>PCair.Isidor</i>.68.17 (IV d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[en mala situación]], [[en situación embarazosa]] τὸ πρᾶγμα ἀ. εἶχε ... πατρί E.<i>IA</i> 55, ἀ. ἔχειν Antipho 1.1, X.<i>HG</i> 7.4.8.<br /><b class="num">2</b> [[difícilmente]] γεύειν τὸ παρόν <i>Lyr.Adesp</i>.29a.<br /><b class="num">3</b> [[en dificultades económicas]] διατεθέντες Lys.18.23.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> en gener.<br /><b class="num">1</b> de fenómenos naturales [[impracticable]], [[inviable]] θάλασσα Hp.<i>Morb.Sacr</i>.1.29, πέλαγος Pl.<i>Ti</i>.25d, πηλός Pl.<i>Criti</i>.108e, ὁδός X.<i>An</i>.2.4.4, ὄρη X.<i>An</i>.2.5.18<br /><b class="num">•</b>[[contra lo que nada se puede hacer]] del Bóreas, Hdt.4.46, νύξ Longin.9.10<br /><b class="num">•</b>fig. [[inaccesible]], [[inexplorado]] dicho de lo inesperado y no experimentado, Heraclit.B 18.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[insuperable]] τὸ κακόν Hdt.3.52, τοῦτο Hdt.5.3, φόβος Pl.<i>Lg</i>.698b<br /><b class="num">•</b>[[irremediable]], [[incurable]] [[ἀλγηδών]] S.<i>OC</i> 513, cf. <i>Ph</i>.854, νόσημα Hp.<i>VM</i> 8, τύχαι Plu.<i>Sol</i>.28<br /><b class="num">•</b>gener. [[difícil]], [[dificultoso]] ἀμφότερα Gorg.B 11a.10, χρῆμα E.<i>Or</i>.70, ὁ ἀγών Lys.7.2, σωτηρία Pl.<i>Lg</i>.699b, ζήτησις Pl.<i>Plt</i>.284b, ἐρωτήματα Plu.<i>Alex</i>.64<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν ἀπόρῳ ἐστί es imposible</i> Democr.B 8, ἄπορα πόριμος que hace esperar lo no esperable</i> A.<i>Pr</i>.904, ἐν ἀπόροις εἶναι estar en grandes apuros</i> X.<i>An</i>.7.6.11, ἐς ἄπορον ἥκειν E.<i>Hel</i>.813, εἰς ἄπορον πεσεῖν Ar.<i>Nu</i>.703, εὔποροι ἐν τοῖς ἀπόροις de los enamorados, Alex.234.6, ἐν ἀπόροις ζητήσω πόρον <i>SB</i> 7530.16 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>τὸ ἄ. [[callejón sin salida]] Iren.Lugd.<i>Haer</i>.2.33.2<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἄπορον ἀποθέσθαι Pi.<i>O</i>.10.40, πάντων ἀπορώτατον (φίλον εὑρεῖν) Democr.B 106, ἑλεῖν τὴν πόλιν Th.2.77, ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25, cf. 3.22, καλὸν κἀγαθὸν εἶναι Aeschin.Socr.53, ἐξευρεῖν Archyt.B 3.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[difícil de manejar]], [[intratable]] ξένος E.<i>Ba</i>.800, οὗτοι Pl.<i>Ap</i>.18d, ἄμαχοί τε καὶ ἄποροι Hdt.4.46, c. inf. προσφέρεσθαι ἄποροι es imposible acercárseles</i> Hdt.9.49<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἀπορώτατοι [[los más difíciles de combatir]] Th.4.32.<br /><b class="num">II</b> ref. a los medios económicos<br /><b class="num">1</b> [[carente de medios o recursos]] ὧδ' ἔρημος [[ἄπορος]] S.<i>OC</i> 1735, ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου Gorg.B 11a.30, cf. Men.<i>Cith.Fr</i>.1.10, Plu.2.356a, ἄποροι καθεστηκότες encontrándose desamparados</i> Th.2.59, ἄ. ἐπ' οὐδέν S.<i>Ant</i>.360, ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.<i>OT</i> 690, [[δίαιτα]] ... ταπεινὴ καὶ ἄ. Pl.<i>Lg</i>.762e.<br /><b class="num">2</b> [[pobre]], [[indigente]] op. εὔπορος Is.7.9, πένης καὶ ἄ. Plu.2.1058b, subst. οἱ ἄποροι Isoc.8.131, cf. <i>PMil.Vogl</i>.25.3.4 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[insolvente]] para encargarse de un servicio público o pagar impuestos ἄ. λῃτουργεῖν Lys.31.12, cf. <i>PCornell</i> 24.5 (I d.C.), <i>SB</i> 7462.10 (I d.C.), <i>POxy</i>.2131.13 (II d.C.), <i>PLeit</i>.5.10 (II d.C.), <i>PSI</i> 1103.7 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[improductivo]], [[que no rinde]] de adelantos o deudas, D.50.9, de tierras ἀπὸ ἀπόρων ὀνομάτων de las partidas de tierras improductivas</i>, <i>PGen</i>.67.7 (IV d.C.), γεωργοῖς ἀπόρων ὀνομάτων μητροπολιτικῶν <i>POxy</i>.1746.11 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἄ. [[tierra improductiva]] ἐπιγραφὴ ἀπόρου <i>PUniv.Giss</i>.13.7 (I d.C.), [[βούλομαι]] μισθώσασθαί σοι ἀπὸ τοῦ ἀπόρου τῆς κώμης <i>PGen</i>.70.8 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>ἐν ἀπόρῳ [[en estado de improductividad, de abandono]] τὰ ἐνδεήματα τῶν ἐν ἀπόρῳ τυγχανόντων ὀνομάτων <i>PCair.Isidor</i>.68.17 (IV d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[en mala situación]], [[en situación embarazosa]] τὸ πρᾶγμα ἀ. εἶχε ... πατρί E.<i>IA</i> 55, ἀ. ἔχειν Antipho 1.1, X.<i>HG</i> 7.4.8.<br /><b class="num">2</b> [[difícilmente]] γεύειν τὸ παρόν <i>Lyr.Adesp</i>.29a.<br /><b class="num">3</b> [[en dificultades económicas]] διατεθέντες Lys.18.23.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπορος]], -ον) [[πόρος]]<br />[[φτωχός]], [[ενδεής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δυστυχισμένος, [[άθλιος]]<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[ανάξιος]]<br /><b>3.</b> (για [[κάστρο]] ή [[μοναστήρι]]) [[άδειος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[δύσβατος]], [[αδιάβατος]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) πολύ [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἄπορον</i><br />η [[δυσκολία]], το αδιέξοδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσπρόσιτος]], αυτός που δύσκολα τον βρίσκει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[κακότροπος]], [[αδιόρθωτος]]<br /><b>3.</b> [[ακαταμάχητος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἄποροι ἐρωτήσεις» — δυσεπίλυτα προβλήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπορος:''' -ον, [[αδιάβατος]], [[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]], [[αδιέξοδος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τόπους, [[αδιάβατος]], [[άβατος]], [[απροσπέλαστος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για περιστάσεις ή καταστάσεις, [[αδιέξοδος]], [[δυσκατόρθωτος]], δυσχερέστατος, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἄπορα</i>, <i>τά</i>, δυσχέρειες, δυσκολίες, σε Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, <i>εἰςἄπορον ἥκειν</i>, <i>πίπτειν</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ἀπόρῳ [[εἶναι]], βρίσκομαι σε [[αμηχανία]] πώς να..., σε Θουκ.· συγκρ. <i>ἀπορώτερος</i>, δυσχερέστερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσεύρετος]], [[δύσκολος]] στο να αποκτηθεί, [[σπάνιος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δύστροπος]], αυτός που είναι [[δύσκολος]] στις κοινωνικές συναναστροφές του, [[αδιόρθωτος]], αυτός που τις αντιδράσεις του είναι δύσκολο να χειριστεί [[κάποιος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., [[ἄπορος]] προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, αυτός με τον οποίο είναι ακατόρθωτο να έλθει [[κάποιος]] σε [[συνάφεια]], σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., [[ἄνεμος]] [[ἄπορος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει πόρους, μέσα ή αποθέματα, έρμαιος, [[αβοήθητος]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[ἄπορος]] ἐπὶ [[φρόνιμα]], ἐπ' [[οὐδέν]], στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, <i>οἱ ἀπορώτατοι</i>, οι [[πλέον]] αβοήθητοι, οι χείριστα εξοπλισμένοι, σε Θουκ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πένης]], [[φτωχός]], [[ενδεής]], Λατ. [[inops]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. [[ἀπόρως]]· [[ἀπόρως]] [[ἔχει]] μοι, είμαι σε δυσχερή [[θέση]], σε [[αμηχανία]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Θουκ.
}}
}}