ναννάριον: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nannarion | |Transliteration C=nannarion | ||
|Beta Code=nanna/rion | |Beta Code=nanna/rion | ||
|Definition=τό, <span class="sense" | |Definition=τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[prodigal]], Hsch.: [[Ναννάριον]], pr. n. of a courtesan, <span class="bibl">Theophil.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:10, 11 December 2020
English (LSJ)
τό, A prodigal, Hsch.: Ναννάριον, pr. n. of a courtesan, Theophil.11.
German (Pape)
[Seite 228] τό, dim. von νάννος, Hesych. erkl. τρυφερός, vgl. das lat. nepos.
Greek (Liddell-Scott)
ναννάριον: τό, κατὰ τὸν Ἡσύχ. «εἶδός τι ἀσώτων», Λατ. nepos· Ναννάριον καὶ Ναννίον ἀπαντῶσιν ὡς κύρια ὀνόματα πορνῶν παρὰ τοῖς Κωμικ., Θεοφίλῳ (ἐν τῷ «Φιλαύλῳ» 2) καὶ Ἄμφιδι (ἐν «Κουρίδι» 1) κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ναννάριον, τὸ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος τι ἀσώτων»
2. ως κύριο όν. Ναννάριον
όνομα εταίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. του νάννας, παράλλ. τ. τών νέννος, νόννος, που δήλωναν τον θείο ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη θεία ή τη γιαγιά (πρβλ. νεοελλ. μανάρι)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: οὕτω καλούμενον εῖδός τι ἀσώτων ἄμεινον δε τὸν τρυφερὸν καὶ μαλακόν ἀκούειν H.
Derivatives: Name of a courtesan Theophil.11; cf. perh. νάνναν.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.