Anonymous

Ερινύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και Ερινύα, η <b>συνήθ. στον πληθ.</b> Ερινύες, οι (Α [[Ἐρινύς]], ἡ; Ἐρινύες, αἱ)<br />καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν [[κάθε]] ανόσια [[πράξη]] και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και [[μετά]] θάνατο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δύναμη]] εκδικήτρια, καταστρεπτική («ξανοίγει Ερινύαν φαρμακερή, [[οπού]] αγιάτρευτην ανοίγει της Ελλάδας μίαν [[πληγή]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> κακότροπη [[γυναίκα]], [[μέγαιρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεότητα]] που βάζει [[μέσα]] στην [[ψυχή]] του ανθρώπου τη [[διάθεση]] [[προς]] το [[κακό]], [[προς]] την [[καταστροφή]], όπως η Άτη («τὴν oἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, [[δασπλῆτις]] [[Ἐρινύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> στον Ηράκλειτο οι θεότητες που διαφυλάσσουν και συντηρούν την [[ηθική]] [[τάξη]]<br /><b>3.</b> <b>ως προσηγ.</b> αρά, [[κατάρα]] («μητρὸς ἐρινύες» — οι κατάρες της μητέρας, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐρινὺς φρενῶν» — [[μανία]], [[τρέλα]], [[διατάραξη]] τών φρενών (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> αυτός που φέρνει συμφορές σε πολλούς («[[νυμφόκλαυτος]] [[Ἐρινύς]]» — για την Ελένη, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> επίθ. της θεάς Δήμητρας στην Αρκαδία<br /><b>7.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο, «Ἀφροδίτης [[εἴδωλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία θεάς που εκδικείται, η οποία αρχικά δήλωνε πιθ. την οργισμένη [[ψυχή]] του σκοτωμένου πολεμιστή που ζητά [[εκδίκηση]]. Η [[λέξη]] απαντά συχνότερα στον πληθυντικό <i>Ερινύες</i> και θεωρείται ορθότερη η [[γραφή]] της με ένα -<i>ν</i>-. Ήδη από την [[Ιλιάδα]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Η [[ετυμολογία]] της λέξεως [[είναι]] άγνωστη και οι υποθέσεις ότι συνδέεται με τα [[έρις]], [[ορίνω]], αρχ. ινδ. <i>risyati</i> «[[παθαίνω]] [[ζημιά]]», αρχ. ινδ. <i>rosati</i>, <i>rusyati</i> «[[είμαι]] [[βλοσυρός]], οργίζομαι» παραμένουν αμφίβολες].
|mltxt=και Ερινύα, η <b>συνήθ. στον πληθ.</b> Ερινύες, οι (Α [[Ἐρινύς]], ἡ; Ἐρινύες, αἱ)<br />καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν [[κάθε]] ανόσια [[πράξη]] και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και [[μετά]] θάνατο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δύναμη]] εκδικήτρια, καταστρεπτική («ξανοίγει Ερινύαν φαρμακερή, [[οπού]] αγιάτρευτην ανοίγει της Ελλάδας μίαν [[πληγή]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> κακότροπη [[γυναίκα]], [[μέγαιρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεότητα]] που βάζει [[μέσα]] στην [[ψυχή]] του ανθρώπου τη [[διάθεση]] [[προς]] το [[κακό]], [[προς]] την [[καταστροφή]], όπως η Άτη («τὴν oἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, [[δασπλῆτις]] [[Ἐρινύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> στον Ηράκλειτο οι θεότητες που διαφυλάσσουν και συντηρούν την [[ηθική]] [[τάξη]]<br /><b>3.</b> <b>ως προσηγ.</b> αρά, [[κατάρα]] («μητρὸς ἐρινύες» — οι κατάρες της μητέρας, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐρινὺς φρενῶν» — [[μανία]], [[τρέλα]], [[διατάραξη]] τών φρενών (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> αυτός που φέρνει συμφορές σε πολλούς («[[νυμφόκλαυτος]] [[Ἐρινύς]]» — για την Ελένη, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> επίθ. της θεάς Δήμητρας στην Αρκαδία<br /><b>7.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο, «Ἀφροδίτης [[εἴδωλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ονομασία θεάς που εκδικείται, η οποία αρχικά δήλωνε πιθ. την οργισμένη [[ψυχή]] του σκοτωμένου πολεμιστή που ζητά [[εκδίκηση]]. Η [[λέξη]] απαντά συχνότερα στον πληθυντικό <i>Ερινύες</i> και θεωρείται ορθότερη η [[γραφή]] της με ένα -<i>ν</i>-. Ήδη από την [[Ιλιάδα]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Η [[ετυμολογία]] της λέξεως [[είναι]] άγνωστη και οι υποθέσεις ότι συνδέεται με τα [[έρις]], [[ορίνω]], αρχ. ινδ. <i>risyati</i> «[[παθαίνω]] [[ζημιά]]», αρχ. ινδ. <i>rosati</i>, <i>rusyati</i> «[[είμαι]] [[βλοσυρός]], οργίζομαι» παραμένουν αμφίβολες].
}}
}}