άνηθο: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(4)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το κ. [[άνηθος]], ο (AM [[ἄνηθον]] κ. ἄννηθον κ. [[ἄνητον]] κ. ἄννητον)<br />αρωματικό [[φυτό]] της οικ. των Σκιαδοφόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] της Ελληνικής].
|mltxt=το κ. [[άνηθος]], ο (AM [[ἄνηθον]] κ. ἄννηθον κ. [[ἄνητον]] κ. ἄννητον)<br />αρωματικό [[φυτό]] της οικ. των Σκιαδοφόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] της Ελληνικής].
}}
}}

Revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το κ. άνηθος, ο (AM ἄνηθον κ. ἄννηθον κ. ἄνητον κ. ἄννητον)
αρωματικό φυτό της οικ. των Σκιαδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο της Ελληνικής].