αετής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀετής]], -ές (Α)<br />ο [[αὐετής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>Fετής</i> (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[ἔτος]].
|mltxt=[[ἀετής]], -ές (Α)<br />ο [[αὐετής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>Fετής</i> (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[ἔτος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:33, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀετής, -ές (Α)
ο αὐετής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -Fετής (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F) < - αθροιστ. + ἔτος.