αλευρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀλευρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] σιταριού που παρέχει πολύ [[αλεύρι]] και λίγο [[πίτουρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη φρ.) «[[ἀλευρίτης]] [[ἄρτος]]» — [[άρτος]] παρασκευασμένος από σιταρένιο [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλευρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλευριτέλαιο]]].
|mltxt=ο (Α [[ἀλευρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] σιταριού που παρέχει πολύ [[αλεύρι]] και λίγο [[πίτουρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη φρ.) «[[ἀλευρίτης]] [[ἄρτος]]» — [[άρτος]] παρασκευασμένος από σιταρένιο [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλευρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλευριτέλαιο]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀλευρίτης)
νεοελλ.
είδος σιταριού που παρέχει πολύ αλεύρι και λίγο πίτουρο
αρχ.
(στη φρ.) «ἀλευρίτης ἄρτος» — άρτος παρασκευασμένος από σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλευρον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευριτέλαιο].