αμέργω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀμέργω]])<br />(ενεργ. και μέσ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]) [[κόβω]], [[δρέπω]], [[μαζεύω]] από το [[δέντρο]], [[τρυγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη από την [[τεχνική]] [[ορολογία]] που τελικά περιέπεσε σε [[αχρηστία]]. Το [[ρήμα]] σημαίνει [[συνήθως]] «[[μαζεύω]], [[συλλέγω]]» υποδηλώνοντας [[κυρίως]] την [[έννοια]] «[[αποσπώ]], [[ξεριζώνω]]» και όχι [[απλώς]] «[[συγκομίζω]], [[συγκεντρώνω]]». Το [[ρήμα]] χρησιμοποιήθηκε για τη [[δήλωση]] της συγκομιδής φρούτων ή λουλουδιών. Στους Αλεξανδρινούς ποιητές απαντά [[συνήθως]] στη [[μέση]] [[φωνή]] και αναφέρεται στο [[μάζεμα]] φύλλων ή λουλουδιών. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Είναι πιθανό να συνδέεται με το ρ. [[ὀμόργνυμι]] «[[απομάσσω]], [[σκουπίζω]], [[στεγνώνω]]» και [[επομένως]] και με το σανσκριτ. <i>m</i><i>ā</i><i>rjmi</i> «[[τρίβω]], [[εξαλείφω]], [[διαγράφω]]» [[καθώς]] και με τις λατιν. λ. <i>mergae</i> «θεριστικό [[δίκρανο]]», <i>merges</i> «[[δέσμη]] από στάχυα».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμοργεύς]], [[ἀμόργη]], [[ἀμοργός]], [[ἄμοργμα]].
|mltxt=(Α [[ἀμέργω]])<br />(ενεργ. και μέσ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]) [[κόβω]], [[δρέπω]], [[μαζεύω]] από το [[δέντρο]], [[τρυγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη από την [[τεχνική]] [[ορολογία]] που τελικά περιέπεσε σε [[αχρηστία]]. Το [[ρήμα]] σημαίνει [[συνήθως]] «[[μαζεύω]], [[συλλέγω]]» υποδηλώνοντας [[κυρίως]] την [[έννοια]] «[[αποσπώ]], [[ξεριζώνω]]» και όχι [[απλώς]] «[[συγκομίζω]], [[συγκεντρώνω]]». Το [[ρήμα]] χρησιμοποιήθηκε για τη [[δήλωση]] της συγκομιδής φρούτων ή λουλουδιών. Στους Αλεξανδρινούς ποιητές απαντά [[συνήθως]] στη [[μέση]] [[φωνή]] και αναφέρεται στο [[μάζεμα]] φύλλων ή λουλουδιών. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Είναι πιθανό να συνδέεται με το ρ. [[ὀμόργνυμι]] «[[απομάσσω]], [[σκουπίζω]], [[στεγνώνω]]» και [[επομένως]] και με το σανσκριτ. <i>m</i><i>ā</i><i>rjmi</i> «[[τρίβω]], [[εξαλείφω]], [[διαγράφω]]» [[καθώς]] και με τις λατιν. λ. <i>mergae</i> «θεριστικό [[δίκρανο]]», <i>merges</i> «[[δέσμη]] από στάχυα».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμοργεύς]], [[ἀμόργη]], [[ἀμοργός]], [[ἄμοργμα]].
}}
}}