αμήχανος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμήχανος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται σε [[αμηχανία]], που δεν ξέρει τί να κάνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μέσα]] ή πόρους, [[ανίσχυρος]], [[αδύνατος]]<br /><b>2.</b> [[ανίκανος]], [[ανεπιτήδειος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>4.</b> [[απραγματοποίητος]], [[ακατόρθωτος]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[δύσκολος]], [[αδύνατος]]<br /><b>6.</b> [[ακαταγώνιστος]], [[ακαταμάχητος]]<br />[[κραταιός]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποτραπεί, [[μεγάλος]], [[φοβερός]]<br /><b>8.</b> (για όνειρα) [[ανεξήγητος]], [[δυσερμήνευτος]]<br /><b>9.</b> απίστευτα [[μεγάλος]], [[απέραντος]]<br /><b>10.</b> (για μεγέθη ή [[ένταση]]) [[ασύλληπτος]], [[αδιανόητος]]<br /><b>11.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) <i>τά ἀμήχανα</i><br />α) τα ακατόρθωτα, τα αδύνατα<br />β) ολέθρια, [[κακά]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> (απρόσωπα) «ἀμήχανόν εστι», [[είναι]] αδύνατο, ακατόρθωτο<br />«ἀμηχάνως ἔχω», βρίσκομαι σε [[αμηχανία]]<br />«[[ἀμήχανος]] συμφορὰ» [[αμηχανία]]<br /><b>13.</b> [[συχνά]] στον Πλάτωνα το [[επίθετο]] σε [[σύνδεση]] με τις αντωνυμίες [[οἷος]], [[ὅσος]] και το επίρρ. με το <i>ὡς</i>: «ἀμήχανον ὅσον χρόνον», ακατανόητο [[μήκος]] χρόνου<br />«ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι», αυτός, για τον οποίο [[είναι]] αδύνατο να πει [[κανείς]] περισσότερα<br />«ἀμήχανόν τι [[οἷον]]», [[τελείως]] απερίγραπτο<br />«ἀμηχάνως ὡς εὖ» και «ἀμηχάνως γε ὡς [[σφόδρα]]», εντελώς ακατανόητα ή απερίγραπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μηχανή]]. Σημασιολογικά αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχαία Ελληνική κύρια [[σημασία]] της λ. [[ἀμήχανος]] ήταν να δηλώνει «τον στερούμενο μηχανής», δηλ. μέσων, πόρων, διεξόδου, λύσεως κ. τ. ό, [[επομένως]] [[κυρίως]] «τον ανίκανο, ανήμπορο, τον ευρισκόμενο σε δύσκολη [[θέση]]» — αντίθετα [[προς]] τον <i>εὑμήχανον</i>, «τον ικανό», ή τον <i>πολυ</i>-<i>μήχανον</i> ή και τον <i>βιο</i>-<i>μήχανον</i> (αρχ. σημ. «[[έξυπνος]], [[ικανός]] να εξευρίσκει τα [[προς]] το ζην»). Οπωσδήποτε ήδη στην Αρχαία η λ. απέκτησε τη μετριαστική [[σημασία]] «του ευρισκόμενου σε [[αμηχανία]], σε [[απορία]], σε [[αδυναμία]] να αποφασίσει τί [[πρέπει]] να κάνει», [[σημασία]] που δεν μαρτυρείται στην Αρχαία για το παράγωγο ουσ. [[ἀμηχανία]]. Στη ν. Ελληνική συνέβη τελικά ώστε το αφηρημένο ουσιαστικό [[ἀμηχανία]] να δηλώνει μια [[σημασία]] που δεν φαίνεται να είχε στην Αρχαία, ενώ το [[επίθετο]] [[ἀμήχανος]] από όλο το [[φάσμα]] τών σημασιών που δήλωνε αρχικά περιορίστηκε σε μόνη τη [[σημασία]] «του ευρισκόμενου σε [[αμηχανία]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμηχανία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμηχανῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμηχανοεργός]], <i>ἀμηχανοποιοῦμαι</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμήχανος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται σε [[αμηχανία]], που δεν ξέρει τί να κάνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μέσα]] ή πόρους, [[ανίσχυρος]], [[αδύνατος]]<br /><b>2.</b> [[ανίκανος]], [[ανεπιτήδειος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>4.</b> [[απραγματοποίητος]], [[ακατόρθωτος]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[δύσκολος]], [[αδύνατος]]<br /><b>6.</b> [[ακαταγώνιστος]], [[ακαταμάχητος]]<br />[[κραταιός]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποτραπεί, [[μεγάλος]], [[φοβερός]]<br /><b>8.</b> (για όνειρα) [[ανεξήγητος]], [[δυσερμήνευτος]]<br /><b>9.</b> απίστευτα [[μεγάλος]], [[απέραντος]]<br /><b>10.</b> (για μεγέθη ή [[ένταση]]) [[ασύλληπτος]], [[αδιανόητος]]<br /><b>11.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) <i>τά ἀμήχανα</i><br />α) τα ακατόρθωτα, τα αδύνατα<br />β) ολέθρια, [[κακά]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> (απρόσωπα) «ἀμήχανόν εστι», [[είναι]] αδύνατο, ακατόρθωτο<br />«ἀμηχάνως ἔχω», βρίσκομαι σε [[αμηχανία]]<br />«[[ἀμήχανος]] συμφορὰ» [[αμηχανία]]<br /><b>13.</b> [[συχνά]] στον Πλάτωνα το [[επίθετο]] σε [[σύνδεση]] με τις αντωνυμίες [[οἷος]], [[ὅσος]] και το επίρρ. με το <i>ὡς</i>: «ἀμήχανον ὅσον χρόνον», ακατανόητο [[μήκος]] χρόνου<br />«ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι», αυτός, για τον οποίο [[είναι]] αδύνατο να πει [[κανείς]] περισσότερα<br />«ἀμήχανόν τι [[οἷον]]», [[τελείως]] απερίγραπτο<br />«ἀμηχάνως ὡς εὖ» και «ἀμηχάνως γε ὡς [[σφόδρα]]», εντελώς ακατανόητα ή απερίγραπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μηχανή]]. Σημασιολογικά αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχαία Ελληνική κύρια [[σημασία]] της λ. [[ἀμήχανος]] ήταν να δηλώνει «τον στερούμενο μηχανής», δηλ. μέσων, πόρων, διεξόδου, λύσεως κ. τ. ό, [[επομένως]] [[κυρίως]] «τον ανίκανο, ανήμπορο, τον ευρισκόμενο σε δύσκολη [[θέση]]» — αντίθετα [[προς]] τον <i>εὑμήχανον</i>, «τον ικανό», ή τον <i>πολυ</i>-<i>μήχανον</i> ή και τον <i>βιο</i>-<i>μήχανον</i> (αρχ. σημ. «[[έξυπνος]], [[ικανός]] να εξευρίσκει τα [[προς]] το ζην»). Οπωσδήποτε ήδη στην Αρχαία η λ. απέκτησε τη μετριαστική [[σημασία]] «του ευρισκόμενου σε [[αμηχανία]], σε [[απορία]], σε [[αδυναμία]] να αποφασίσει τί [[πρέπει]] να κάνει», [[σημασία]] που δεν μαρτυρείται στην Αρχαία για το παράγωγο ουσ. [[ἀμηχανία]]. Στη ν. Ελληνική συνέβη τελικά ώστε το αφηρημένο ουσιαστικό [[ἀμηχανία]] να δηλώνει μια [[σημασία]] που δεν φαίνεται να είχε στην Αρχαία, ενώ το [[επίθετο]] [[ἀμήχανος]] από όλο το [[φάσμα]] τών σημασιών που δήλωνε αρχικά περιορίστηκε σε μόνη τη [[σημασία]] «του ευρισκόμενου σε [[αμηχανία]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμηχανία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμηχανῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμηχανοεργός]], <i>ἀμηχανοποιοῦμαι</i>].
}}
}}