Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμφικίων: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(για ναούς) αυτός που έχει [[ολόγυρα]] κίονες, ο [[περίπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κίων]].
|mltxt=[[ἀμφικίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(για ναούς) αυτός που έχει [[ολόγυρα]] κίονες, ο [[περίπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κίων]].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφικίων (-ονος), -ον (Α)
(για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κίων.