αμφικίων: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφικίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(για ναούς) αυτός που έχει [[ολόγυρα]] κίονες, ο [[περίπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφικίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(για ναούς) αυτός που έχει [[ολόγυρα]] κίονες, ο [[περίπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κίων]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφικίων (-ονος), -ον (Α)
(για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κίων.