αμαγείρευτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, [[άψητος]], [[ωμός]]<br /><b>2.</b> (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαγείρεψε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερητ. <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαγειρευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[μαγειρεύω]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, [[άψητος]], [[ωμός]]<br /><b>2.</b> (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαγείρεψε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερητ. <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαγειρευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[μαγειρεύω]].
}}
}}