πωλέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πωλέομαι''': Ἰωνικ. πωλεῦμαι, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ μετοχῇ, πωλεύμενος (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλου Πρ. 645), καὶ παρατ. πωλεύμην Ὀδ. Χ. 352· πωλέο Ὀδ. Δ. 811· πωλεῖτο Ι. 189· [[ὡσαύτως]] Ἰωνικ. παρατατ. πωλέσκετο Ἰλ. Α. 490. Ὀδ. Λ. 240· - μέλλ. πωλήσομαι Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 329, Ἐπικ. β´ ἑνικ. πωλήσεαι Ἰλ. Ε. 350. (Ρῆμα Ἐπικόν, [[κυρίως]] θαμιστικὸν τοῦ πολέομαι, ὡς τὸ [[πωτάομαι]] τοῦ [[πέτομαι]], τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], κτλ., πρβλ. [[πωλέω]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 584), περιφέρομαι, [[διατρίβω]] [[περί]] τι, Λατ. versari in loco, [[ὅθεν]], [[συχνάκις]] ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνομαι, φοιτῶ που [[πολλάκις]], [[συχνάζω]], [[οὔτε]] ποτ’ εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο…, [[οὔτε]] ποτ’ ἐς πόλεμον Ἰλ. Α. 490, πρβλ. Ε. 350, 788· εἰς ἡμέτερον [[[δῶμα]]] πωλεύμενοι ἥματα πάντα Ὀδ. Β. 55, πρβλ. Ρ. 534., Χ. 352· πωλεῖταί τις [[δεῦρο]] Δ. 384· [[ἐνθάδε]] Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 170· [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 80· μετ’ ἄλλους Ὀδ. Ι. 189· οὕτω, π. μετά τισι Ἐμπεδ. 401· περὶ πόλιν πωλεύμενος Ἀρχίλ. 43 [[μετὰ]] γεν., [[ἀγγελίης]] πωλεῖται ἐπὶ νῶτα θαλάσσης, πορεύεται ὡς [[ἄγγελος]] ἢ [[χάριν]] ἀγγελίας, Ἡσ. Θεογ. 781. ΙΙ. [[ὁδεύω]] ὁδόν τινα ἢ ἄγω βίον, [[μάλιστα]] ἐπὶ πόρνης, κύβδ’ ἔην πωλευμένη Ἀρχίλ. 32 [5] (κατὰ τὸν Toup.), [[ἔνθα]] νῦν: [[κύβδα]] δ’ ἦν πονευμένη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεῖται· συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνεται, τὸ δὲ καθ’ ἡμᾶς πωλεῖσθαι περνᾶσθαι λέγουσι».
|lstext='''πωλέομαι''': Ἰωνικ. πωλεῦμαι, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ μετοχῇ, πωλεύμενος (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλου Πρ. 645), καὶ παρατ. πωλεύμην Ὀδ. Χ. 352· πωλέο Ὀδ. Δ. 811· πωλεῖτο Ι. 189· [[ὡσαύτως]] Ἰωνικ. παρατατ. πωλέσκετο Ἰλ. Α. 490. Ὀδ. Λ. 240· - μέλλ. πωλήσομαι Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 329, Ἐπικ. β´ ἑνικ. πωλήσεαι Ἰλ. Ε. 350. (Ρῆμα Ἐπικόν, [[κυρίως]] θαμιστικὸν τοῦ πολέομαι, ὡς τὸ [[πωτάομαι]] τοῦ [[πέτομαι]], τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], κτλ., πρβλ. [[πωλέω]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 584), περιφέρομαι, [[διατρίβω]] [[περί]] τι, Λατ. versari in loco, [[ὅθεν]], [[συχνάκις]] ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνομαι, φοιτῶ που [[πολλάκις]], [[συχνάζω]], [[οὔτε]] ποτ’ εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο…, [[οὔτε]] ποτ’ ἐς πόλεμον Ἰλ. Α. 490, πρβλ. Ε. 350, 788· εἰς ἡμέτερον ([[δῶμα]]) πωλεύμενοι ἥματα πάντα Ὀδ. Β. 55, πρβλ. Ρ. 534., Χ. 352· πωλεῖταί τις [[δεῦρο]] Δ. 384· [[ἐνθάδε]] Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 170· [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 80· μετ’ ἄλλους Ὀδ. Ι. 189· οὕτω, π. μετά τισι Ἐμπεδ. 401· περὶ πόλιν πωλεύμενος Ἀρχίλ. 43 [[μετὰ]] γεν., [[ἀγγελίης]] πωλεῖται ἐπὶ νῶτα θαλάσσης, πορεύεται ὡς [[ἄγγελος]] ἢ [[χάριν]] ἀγγελίας, Ἡσ. Θεογ. 781. ΙΙ. [[ὁδεύω]] ὁδόν τινα ἢ ἄγω βίον, [[μάλιστα]] ἐπὶ πόρνης, κύβδ’ ἔην πωλευμένη Ἀρχίλ. 32 [5] (κατὰ τὸν Toup.), [[ἔνθα]] νῦν: [[κύβδα]] δ’ ἦν πονευμένη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεῖται· συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνεται, τὸ δὲ καθ’ ἡμᾶς πωλεῖσθαι περνᾶσθαι λέγουσι».
}}
}}
{{bailly
{{bailly