ευσέβεια: Difference between revisions

m
Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ"
(15)
 
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐσέβεια]], Α και [[εὐσεβία]] και εὐσεβίη) [[ευσεβής]]<br /><b>1.</b> [[σεβασμός]] [[προς]] τον θεό, [[αναγνώριση]] της θεότητός του και [[τήρηση]] τών εντολών του («[[εὐσέβεια]] πρὸς τὸν Θεόν»)<br /><b>2.</b> [[βαθύς]] [[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ. («[[ευσέβεια]] [[προς]] τους γονείς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών χριστιανών, η [[χριστιανοσύνη]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ορθοδόξων, η [[ορθοδοξία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυρίζω]] τινὰ εἰς εὐσέβειαν» — [[οδηγώ]] κάποιον στην ορθή [[πίστη]]<br />β) «στρέφομαι εἰς τὴν εὐσέβειαν» — κλείνομαι σε [[μονή]], [[γίνομαι]] [[μοναχός]]<br />γ) «[[ἄνθρωπος]] τῆς εὐσεβείας» — ιερωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενάρετη ζωή, καλή [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> ορθή [[πίστη]], ορθόδοξη [[πίστη]] (α. «Σταυρόν... σημεῑον εὐσεβείας» β. «τὸ [[κεφάλαιον]] τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας τὸ πιστεύειν τὸν μονογενῆ Θεόν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> ως τιμητικό [[επίθετο]] Ρωμαίων ή Βυζαντινών αυτοκρατόρων (α. «ἡ Σὴ [[εὐσέβεια]]» β. «ἡ Ὑμετέρα [[εὐσέβεια]]»)<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐσέβειαι</i><br />πράξεις ευσεβείας, οι αγαθοεργίες («ευσεβείας παρέχων τοίς πένησιν»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φήμη]] ή [[χαρακτηρισμός]] που προήλθε από ευσεβή [[διαγωγή]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐσέβεια]], Α και [[εὐσεβία]] και εὐσεβίη) [[ευσεβής]]<br /><b>1.</b> [[σεβασμός]] [[προς]] τον θεό, [[αναγνώριση]] της θεότητός του και [[τήρηση]] τών εντολών του («[[εὐσέβεια]] πρὸς τὸν Θεόν»)<br /><b>2.</b> [[βαθύς]] [[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ. («[[ευσέβεια]] [[προς]] τους γονείς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών χριστιανών, η [[χριστιανοσύνη]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ορθοδόξων, η [[ορθοδοξία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυρίζω]] τινὰ εἰς εὐσέβειαν» — [[οδηγώ]] κάποιον στην ορθή [[πίστη]]<br />β) «στρέφομαι εἰς τὴν εὐσέβειαν» — κλείνομαι σε [[μονή]], [[γίνομαι]] [[μοναχός]]<br />γ) «[[ἄνθρωπος]] τῆς εὐσεβείας» — ιερωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενάρετη ζωή, καλή [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> ορθή [[πίστη]], ορθόδοξη [[πίστη]] (α. «Σταυρόν... σημεῖον εὐσεβείας» β. «τὸ [[κεφάλαιον]] τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας τὸ πιστεύειν τὸν μονογενῆ Θεόν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> ως τιμητικό [[επίθετο]] Ρωμαίων ή Βυζαντινών αυτοκρατόρων (α. «ἡ Σὴ [[εὐσέβεια]]» β. «ἡ Ὑμετέρα [[εὐσέβεια]]»)<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐσέβειαι</i><br />πράξεις ευσεβείας, οι αγαθοεργίες («ευσεβείας παρέχων τοίς πένησιν»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φήμη]] ή [[χαρακτηρισμός]] που προήλθε από ευσεβή [[διαγωγή]].
}}
}}