συνεννοώ: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
(39)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῡ τραγικοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῡ τραγικοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
}}
}}