υπόστρωμα: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
(44)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑπόστρωμα]], -ώματος, ΝΜΑ [[ὑποστρώννυμι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στρώνεται από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[υπόσαγμα]] («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[υπέδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κατάστρωμα]] σε όλο το [[μήκος]] του πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς [[κάτω]] από το ανώτατο [[κατάστρωμα]], κν. κουραδούρος<br /><b>3.</b> <b>(βιοχ.)</b> [[μόριο]] ή μόρια στα οποία ένα ένζυμο ασκεί την καταλυτική του βιοχημική [[δράση]]<br /><b>4.</b> <b>(μικρβλ.)</b> α) υλικό στο οποίο προστίθεται ή το οποίο περιέχει ένα θρεπτικό [[διάλυμα]] και το οποίο χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] καλλιέργειας ενός μικροοργανισμού<br />β) [[κάθε]] [[ουσία]] που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μικροοργανισμούς ως [[πηγή]] τροφής και, κατ' [[επέκταση]], [[κάθε]] υλικό [[πάνω]] στο οποίο, εμφανίζεται [[ένας]] [[μικροοργανισμός]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> το [[σύνολο]] τών γενετικών, φυσιολογικών, ιστολογικών και βιοχημικών συνθηκών οι οποίες διευκολύνουν την [[ανάπτυξη]] ορισμένων νόσων<br /><b>5.</b> (βοτ.-ζωολ.) η [[βάση]], λ.χ. το [[έδαφος]] ή [[ένας]] [[βράχος]], [[πάνω]] στην οποία [[είναι]] στερεωμένο ένα [[φυτό]] ή ένα εδραίο ζώο<br /><b>6.</b> <b>χημ.</b> ένα από τα αντιδρώντα σώματα μιας χημικής αντίδρασης, το οποίο υφίσταται ορισμένη [[μεταβολή]] της χημικής δομής του<br /><b>7.</b> <b>γλωσσ.</b> τα στοιχεία που απαντούν σε μια [[γλώσσα]] και δεν μπορεί να ερμηνευθούν από την [[ίδια]] αυτή [[γλώσσα]] ή από [[άλλη]] της ίδιας γλωσσικής οικογένειας και τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη [[γλώσσα]] που προϋπήρξε και της οποίας οι ομιλητές εξέλιπαν απότομα ύστερα από μια [[κατάκτηση]], [[θεομηνία]] ή οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>8.</b> <b>γεωλ.</b> [[στρώμα]] [[πάνω]] στο οποίο έχει αποτεθεί ένα [[άλλο]] [[στρώμα]]<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> το πραγματικό [[αλλά]] αφανές [[αίτιο]] μιας ενέργειας ή πράξης<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόστρωμα]] καταλύτη»<br /><b>χημ.</b> αδρανές υλικό [[πάνω]] στο οποίο αποτίθεται [[ένας]] [[ενεργός]] [[καταλύτης]] προκειμένου να αυξηθεί το [[εμβαδόν]] της επιφάνειάς του και, [[κατά]] [[συνέπεια]], η αποτελεσματικότητά του<br /><b>μσν.</b><br />[[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑποστρώννυμι]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>substrate</i> / <i>substratum</i>].
|mltxt=το / [[ὑπόστρωμα]], -ώματος, ΝΜΑ [[ὑποστρώννυμι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στρώνεται από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[υπόσαγμα]] («τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου ἐκφέρειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[υπέδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κατάστρωμα]] σε όλο το [[μήκος]] του πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς [[κάτω]] από το ανώτατο [[κατάστρωμα]], κν. κουραδούρος<br /><b>3.</b> <b>(βιοχ.)</b> [[μόριο]] ή μόρια στα οποία ένα ένζυμο ασκεί την καταλυτική του βιοχημική [[δράση]]<br /><b>4.</b> <b>(μικρβλ.)</b> α) υλικό στο οποίο προστίθεται ή το οποίο περιέχει ένα θρεπτικό [[διάλυμα]] και το οποίο χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] καλλιέργειας ενός μικροοργανισμού<br />β) [[κάθε]] [[ουσία]] που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μικροοργανισμούς ως [[πηγή]] τροφής και, κατ' [[επέκταση]], [[κάθε]] υλικό [[πάνω]] στο οποίο, εμφανίζεται [[ένας]] [[μικροοργανισμός]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> το [[σύνολο]] τών γενετικών, φυσιολογικών, ιστολογικών και βιοχημικών συνθηκών οι οποίες διευκολύνουν την [[ανάπτυξη]] ορισμένων νόσων<br /><b>5.</b> (βοτ.-ζωολ.) η [[βάση]], λ.χ. το [[έδαφος]] ή [[ένας]] [[βράχος]], [[πάνω]] στην οποία [[είναι]] στερεωμένο ένα [[φυτό]] ή ένα εδραίο ζώο<br /><b>6.</b> <b>χημ.</b> ένα από τα αντιδρώντα σώματα μιας χημικής αντίδρασης, το οποίο υφίσταται ορισμένη [[μεταβολή]] της χημικής δομής του<br /><b>7.</b> <b>γλωσσ.</b> τα στοιχεία που απαντούν σε μια [[γλώσσα]] και δεν μπορεί να ερμηνευθούν από την [[ίδια]] αυτή [[γλώσσα]] ή από [[άλλη]] της ίδιας γλωσσικής οικογένειας και τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη [[γλώσσα]] που προϋπήρξε και της οποίας οι ομιλητές εξέλιπαν απότομα ύστερα από μια [[κατάκτηση]], [[θεομηνία]] ή οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>8.</b> <b>γεωλ.</b> [[στρώμα]] [[πάνω]] στο οποίο έχει αποτεθεί ένα [[άλλο]] [[στρώμα]]<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> το πραγματικό [[αλλά]] αφανές [[αίτιο]] μιας ενέργειας ή πράξης<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόστρωμα]] καταλύτη»<br /><b>χημ.</b> αδρανές υλικό [[πάνω]] στο οποίο αποτίθεται [[ένας]] [[ενεργός]] [[καταλύτης]] προκειμένου να αυξηθεί το [[εμβαδόν]] της επιφάνειάς του και, [[κατά]] [[συνέπεια]], η αποτελεσματικότητά του<br /><b>μσν.</b><br />[[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑποστρώννυμι]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>substrate</i> / <i>substratum</i>].
}}
}}