3,274,522
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[θάνατος]])<br /><b>1.</b> οριστική [[παύση]] όλων τών λειτουργιών που χαρακτηρίζουν τη ζωή ενός ολοκληρωμένου ζωικού ή φυτικού ατόμου, η οποία προέρχεται από [[φυσικό]] ή βίαιο τρόπο (α. «[[πάντα]] θανάτοι, δυστυχιές και θρήνοι», <b>Σολωμ.</b> β. «θάνατον ἤ βίον φέρει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η θανατική [[ποινή]] («θάνατον [[καταγιγνώσκω]] τινός» — [[καταδικάζω]] κάποιον σε θάνατο, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παύση]] της πνευματικής ζωής, [[νέκρωση]] τών διανοητικών λειτουργιών («[[θάνατος]] του λογικού»)<br /><b>2.</b> πολύ θλιβερό ή ολέθριο [[γεγονός]] («η οικονομική [[καταστροφή]] ήταν [[θάνατος]] γι' αυτόν»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολιτικός]] [[θάνατος]]» — η [[στέρηση]] όλων τών πολιτικών δικαιωμάτων<br />β) «[[ηθικός]] [[θάνατος]]» — η [[απώλεια]] της κοινωνικής υπόληψης και [[τιμής]]<br />γ) «[[λυπημένος]] [[μέχρι]] θανάτου» — αυτός που κατέχεται από υπερβολική [[λύπη]] και κινδυνεύει [[κατά]] κάποιον τρόπο να πεθάνει από αυτή<br />δ) «τον [[μισώ]] [[μέχρι]] θανάτου» — [[μισώ]] κάποιον τόσο ώστε να [[ποθώ]] τον θάνατό του<br />ε) «[[είναι]] [[μεταξύ]] ζωής και θανάτου» — παλεύει με τον θάνατο ή βρίσκεται [[κοντά]] σε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]]<br />στ) «[[είναι]] για θάνατο» — δεν υπάρχουν ελπίδες διασώσεώς του<br />ζ) «[[σιγή]] θανάτου» — απόλυτη [[σιωπή]]<br />η) «ο [[θάνατος]] σου η ζωή μου» — λέγεται γι' αυτούς που βρίσκονται σε μεγάλο ανταγωνισμό<br />θ) «[[γίνομαι]] του θανάτου» ή «[[κείτομαι]] του θανάτου» — [[κοντεύω]] να πεθάνω<br />ι) «[[πεθαίνω]] του θανάτου μου» — [[πεθαίνω]] από [[φυσικό]] θάνατο<br />ια) «[[βάνω]] κάποιον εις θάνατο» ή «[[δίνω]] σε κάποιον θάνατο» — [[σκοτώνω]] κάποιον<br /><b>μσν.</b><br />[[επιδημία]], θανατικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτώμα]], ο [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θάνατοι</i><br />τρόποι θανάτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τήν ἐπί θανάτῳ ἔξοδον | |mltxt=ο (AM [[θάνατος]])<br /><b>1.</b> οριστική [[παύση]] όλων τών λειτουργιών που χαρακτηρίζουν τη ζωή ενός ολοκληρωμένου ζωικού ή φυτικού ατόμου, η οποία προέρχεται από [[φυσικό]] ή βίαιο τρόπο (α. «[[πάντα]] θανάτοι, δυστυχιές και θρήνοι», <b>Σολωμ.</b> β. «θάνατον ἤ βίον φέρει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η θανατική [[ποινή]] («θάνατον [[καταγιγνώσκω]] τινός» — [[καταδικάζω]] κάποιον σε θάνατο, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παύση]] της πνευματικής ζωής, [[νέκρωση]] τών διανοητικών λειτουργιών («[[θάνατος]] του λογικού»)<br /><b>2.</b> πολύ θλιβερό ή ολέθριο [[γεγονός]] («η οικονομική [[καταστροφή]] ήταν [[θάνατος]] γι' αυτόν»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολιτικός]] [[θάνατος]]» — η [[στέρηση]] όλων τών πολιτικών δικαιωμάτων<br />β) «[[ηθικός]] [[θάνατος]]» — η [[απώλεια]] της κοινωνικής υπόληψης και [[τιμής]]<br />γ) «[[λυπημένος]] [[μέχρι]] θανάτου» — αυτός που κατέχεται από υπερβολική [[λύπη]] και κινδυνεύει [[κατά]] κάποιον τρόπο να πεθάνει από αυτή<br />δ) «τον [[μισώ]] [[μέχρι]] θανάτου» — [[μισώ]] κάποιον τόσο ώστε να [[ποθώ]] τον θάνατό του<br />ε) «[[είναι]] [[μεταξύ]] ζωής και θανάτου» — παλεύει με τον θάνατο ή βρίσκεται [[κοντά]] σε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]]<br />στ) «[[είναι]] για θάνατο» — δεν υπάρχουν ελπίδες διασώσεώς του<br />ζ) «[[σιγή]] θανάτου» — απόλυτη [[σιωπή]]<br />η) «ο [[θάνατος]] σου η ζωή μου» — λέγεται γι' αυτούς που βρίσκονται σε μεγάλο ανταγωνισμό<br />θ) «[[γίνομαι]] του θανάτου» ή «[[κείτομαι]] του θανάτου» — [[κοντεύω]] να πεθάνω<br />ι) «[[πεθαίνω]] του θανάτου μου» — [[πεθαίνω]] από [[φυσικό]] θάνατο<br />ια) «[[βάνω]] κάποιον εις θάνατο» ή «[[δίνω]] σε κάποιον θάνατο» — [[σκοτώνω]] κάποιον<br /><b>μσν.</b><br />[[επιδημία]], θανατικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτώμα]], ο [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θάνατοι</i><br />τρόποι θανάτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τήν ἐπί θανάτῳ ἔξοδον ποιοῦμαι» — [[πηγαίνω]] για [[εκτέλεση]]<br />β) «θανάτῳ ἡ [[ζημία]] επίκειται» — η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] <b>(Ισοκρ.)</b><br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Θάνατος</i><br />[[δίδυμος]] [[αδελφός]] του Ύπνου («Ὕπνῳ... κασιγνήτῳ Θανάτοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>θάνα</i>-<i>τος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θανᾰ</i>- που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη [[μορφή]] της αρχικής δισύλλαβης μακρόφωνης ρίζας <i>θανᾱ</i>-. Απαντά [[επίσης]] θ. <i>θνᾱ</i>-/<i>θνη</i>-(μηδενισμένη και [[απαθής]] [[μορφή]] της ίδιας ρίζας) στα <i>τέ</i>-<i>θνη</i>-<i>κα</i>, <i>θνη</i>-<i>τός</i>, [[καθώς]] και θ. <i>θνᾰ</i>- (μηδενισμένη και συνεσταλμένη [[μορφή]] της ρίζας) στα <i>τέ</i>-<i>θνᾰ</i>-<i>μεν</i>, <i>τε</i>-<i>θνᾱναι</i>. Σύμφωνα όμως με τη λαρυγγική [[θεωρία]], η λ. [[θάνατος]] εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[μορφή]] <i>dh°n</i><i>ә</i><sub>2</sub>- μιας αρχικής μονοσύλλαβης ρίζας <i>dhne</i><i>ә</i><sub>2</sub><br />> <i>θηᾱ</i>-, βάσει της οποίας σχηματίστηκε και θ. <i>θνᾰ</i>- που απαντά στα <i>τέ</i>-<i>θνα</i>-<i>μεν</i>, <i>τε</i>-<i>θνᾰ</i>-<i>ναι</i>. Από το θ. του παρακμ. προήλθε [[υστερογενώς]] ο ενεστ. [[θνῄσκω]] ή [[θνήσκω]]. Στον πεζό λόγο της Ιωνικής-Αττικής το [[ρήμα]] απαντά μόνο στον παρακμ. [[χωρίς]] [[πρόθεση]], ενώ στους άλλους χρόνους σύνθετο [[συνήθως]] με την [[πρόθεση]] <i>απο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αποθνήσκω</i>), από τον αόρ. <i>απέθανε</i> του οποίου προήλθε ο νεοελλ. ενεστ. [[πεθαίνω]]. Οι λέξεις αυτής της οικογένειας συνδέονται, εξάλλου, με αρχ. ινδ. αόρ. <i>a</i>-<i>dhvan</i><i>ī</i>-<i>t</i> «έσβησε, εξαφανίστηκε», μτχ. <i>dhv</i><i>ā</i><i>n</i>-<i>ta</i>- «[[σκοτεινός]]», ενώ η [[χρήση]] αυτών τών λέξεων με σημ. «[[πεθαίνω]]» θα προερχόταν με ευφημισμό. Από το θ. <i>θνᾱ</i>- (ιων. <i>θνη</i>) προήλθε [[επίσης]] το ρηματ. επίθ. [[θνητός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[αθάνατος]]) και το ίδιο [[θέμα]] μαρτυρείται εν συνθέσει ως β' συνθ. με τη [[μορφή]] -<i>θνής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανοροθνής</i>, [[ημιθνής]], [[λιμοθνής]], [[νεοθνής]], [[χειμοθνής]]), ενώ το θ. -<i>θαν</i>- με τη [[μορφή]] -<i>θανής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρτιθανής]], [[ημιθανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αειθανής]], [[αθανής]], <i>αωροθανής</i>, [[δισθανής]], [[δυσθανής]], [[επιθανής]], [[κοινοθανής]], [[νεοθανής]], [[τρισθανής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θανάσιμος]], [[θανατικός]], [[θανατώνω]] (-<i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θανατιώ]], [[θανατόεις]], [[θανατώ]], [[θανατώδης]]<br />(αρχ.-μσν) [[θανατήσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θανατάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θανατοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θανατογραφή]]<br />(Β συνθετικό) [[αθάνατος]], <i>αργοθάνατος</i>, [[βιαιοθάνατος]], [[ετοιμοθάνατος]], [[κακοθάνατος]], [[μελλοθάνατος]], [[πεισιθάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αξιοθάνατος</i>, [[αυτοθάνατος]], <i>αωροθάνατος</i>, <i>βιαθάνατος</i>, [[βραδυθάνατος]], [[δυσθάνατος]], [[επιθάνατος]], [[ευθάνατος]], [[ευθυθάνατος]], [[ιδιοθάνατος]], [[ισαθάνατος]], [[ισοθάνατος]], [[οξυθάνατος]], [[ταχυθάνατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγουροθάνατος]], [[αδικοθάνατος]], [[γοργοθάνατος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |