3,276,932
edits
(19) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καταπυκνῶ, -όω)<br />[[πυκνώνω]], [[συμπυκνώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. ή δοτ.) [[γεμίζω]] [[κάτι]] [[τελείως]] με κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] σε μικρή [[περιοχή]], [[συμπτύσσω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[συμπληρώνω]] τα διαστήματα μουσικής κλίμακας<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=(AM καταπυκνῶ, -όω)<br />[[πυκνώνω]], [[συμπυκνώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. ή δοτ.) [[γεμίζω]] [[κάτι]] [[τελείως]] με κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] σε μικρή [[περιοχή]], [[συμπτύσσω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[συμπληρώνω]] τα διαστήματα μουσικής κλίμακας<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπυκνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] εντελώς [[γεμάτος]]<br />β) [[γίνομαι]] [[συχνός]]<br />γ) (για είδη συλλογισμού) συμπυκνούμαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[έδαφος]]) «ἐλαίαις καταπυκνῶσθαι» — [[είμαι]] [[πυκνά]] φυτευμένος με ελιές<br />β) «καταπεπυκνῶσθαι πλήθει ἀστέρων» — [[είναι]] γεμάτο, διάσπαρτο με [[πλήθος]] αστέρων, <b>Αριστοτ.</b><br />γ) «καταπεπύκνωται ή [[πραγματεία]]» — έχει γίνει συχνή η [[χρήση]] της, Πορφύρ.<br />δ) «εἰ μὴ καταπυκνοῡταί τι» — εάν δεν [[είναι]] [[πάντοτε]] εύκολο, εφαρμόσιμο<br />ε) «καταπεπυκνωμένη [[ἡδονή]]» — απόλυτη, τέλεια [[ηδονή]]. | ||
}} | }} |