παραβομβώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(30)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[παράγω]] [[βόμβο]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ή [[παράγω]] [[βόμβο]] μιμούμενος κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>παραβομβοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από [[βόμβο]].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[παράγω]] [[βόμβο]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ή [[παράγω]] [[βόμβο]] μιμούμενος κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>παραβομβοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από [[βόμβο]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α
1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι
2. (το παθ.) παραβομβοῦμαι, -έομαι
ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο.