δικείν: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(9)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δικεῑν (Α)<br />Ι. (απαρέμφ. αορ.)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]]<br /><b>2.</b> [[βάλλω]], [[χτυπώ]]<br />II. (μτχ. αορ.) [[δικών]], -οῡσα, -όν<br />αυτός που έρριξε, που χτύπησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. <i>έδικον</i>, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη [[σύνδεση]] με το [[δείκνυμι]], αν ληφθεί υπ' όψιν η [[έννοια]] της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο [[ρήμα]]].
|mltxt=δικεῖν (Α)<br />Ι. (απαρέμφ. αορ.)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]]<br /><b>2.</b> [[βάλλω]], [[χτυπώ]]<br />II. (μτχ. αορ.) [[δικών]], -οῡσα, -όν<br />αυτός που έρριξε, που χτύπησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. <i>έδικον</i>, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη [[σύνδεση]] με το [[δείκνυμι]], αν ληφθεί υπ' όψιν η [[έννοια]] της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο [[ρήμα]]].
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

δικεῖν (Α)
Ι. (απαρέμφ. αορ.)
1. ρίχνω
2. βάλλω, χτυπώ
II. (μτχ. αορ.) δικών, -οῡσα, -όν
αυτός που έρριξε, που χτύπησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].