στίχος: Difference between revisions

No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και στεῑχος Μ<br /><b>1.</b> [[σειρά]] ή [[γραμμή]] προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων, ο [[στοίχος]] (α. «καλά κι επόνεσε πολλώ ο [[στίχος]] πώς αλλάζει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «στίχοι τών δένδρων», <b>Ξεν.</b><br />γ. «<i>ὁ</i> ἔτερος [[στίχος]] τοῦ ἀριθμού», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η με ορισμένο ρυθμό ή [[μέτρο]] [[αυτοτελής]] [[γραμμή]] ποιήματος ή και η [[ίδια]] η [[μετρική]] [[σύνθεση]] ή η ποιητική [[τεχνική]] ενός συγκεκριμένου ποιήματος (α. «[[στροφή]] [[δέκα]] στίχων» β. «δεκαπεντασύλλαβος [[στίχος]]» γ. «[[εξάμετρος]] [[στίχος]]» δ. «[[ιαμβικός]] [[στίχος]]» ε. «ηρωικοὶ στίχοι», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον» — περιέγραψες τον βίο σε έναν μόνο στίχο, Νικόστρ.)<br /><b>3.</b> η [[ποίηση]], [[ιδίως]] όταν δηλώνει μια [[μετρική]] [[σύνθεση]]<br /><b>4.</b> καθένα από τα μικρότερα τμήματα στα οποία χωρίζονται τα κεφάλαια της βίβλου<br /><b>5.</b> [[σειρά]], [[γραμμή]], [[αράδα]] πεζού κειμένου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />όρος έγγραφου συμφωνητικού («λαβεῖν μὴ μόνον τὰ πάκτα αὐτοῡ, ἀλλὰ καὶ ἕτερον στίχον [[ὑπὲρ]] τοῦ ἐλθεῑν αὐτὸν ἕως τοῦ τείχους», Πασχ. Χρον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σειρά]] τών δόμων στην [[τοιχοποιία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] ή [[γραμμή]] στρατιωτών, [[λόχος]]<br /><b>3.</b> [[στροφή]] ποιήματος<br /><b>4.</b> η [[σειρά]] τών κυψελίδων στην [[κηρήθρα]]<br /><b>5.</b> [[ειδικός]] [[φόρος]] («[[ὑπέρ]] χρυσικῶν δημοσίων καὶ διαφόρων στίχων», πάπ.)<br /><b>6.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) (στους νεοπλατωνικούς) [[τάξη]]<br />β) (στους πυθαγορείους) κανονική [[αλληλουχία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐκτὸς τοῦ στίχου» — έξω από το κανονικό, όχι όπως συνηθίζεται <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιχ</i>- του ρ. [[στείχω]] «[[βαδίζω]], [[προχωρώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στείχω]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και στεῑχος Μ<br /><b>1.</b> [[σειρά]] ή [[γραμμή]] προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων, ο [[στοίχος]] (α. «καλά κι επόνεσε πολλώ ο [[στίχος]] πώς αλλάζει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «στίχοι τών δένδρων», <b>Ξεν.</b><br />γ. «<i>ὁ</i> ἔτερος [[στίχος]] τοῦ ἀριθμού», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η με ορισμένο ρυθμό ή [[μέτρο]] [[αυτοτελής]] [[γραμμή]] ποιήματος ή και η [[ίδια]] η [[μετρική]] [[σύνθεση]] ή η ποιητική [[τεχνική]] ενός συγκεκριμένου ποιήματος (α. «[[στροφή]] [[δέκα]] στίχων» β. «δεκαπεντασύλλαβος [[στίχος]]» γ. «[[εξάμετρος]] [[στίχος]]» δ. «[[ιαμβικός]] [[στίχος]]» ε. «ηρωικοὶ στίχοι», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον» — περιέγραψες τον βίο σε έναν μόνο στίχο, Νικόστρ.)<br /><b>3.</b> η [[ποίηση]], [[ιδίως]] όταν δηλώνει μια [[μετρική]] [[σύνθεση]]<br /><b>4.</b> καθένα από τα μικρότερα τμήματα στα οποία χωρίζονται τα κεφάλαια της βίβλου<br /><b>5.</b> [[σειρά]], [[γραμμή]], [[αράδα]] πεζού κειμένου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />όρος έγγραφου συμφωνητικού («λαβεῖν μὴ μόνον τὰ πάκτα αὐτοῡ, ἀλλὰ καὶ ἕτερον στίχον [[ὑπὲρ]] τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν ἕως τοῦ τείχους», Πασχ. Χρον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σειρά]] τών δόμων στην [[τοιχοποιία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] ή [[γραμμή]] στρατιωτών, [[λόχος]]<br /><b>3.</b> [[στροφή]] ποιήματος<br /><b>4.</b> η [[σειρά]] τών κυψελίδων στην [[κηρήθρα]]<br /><b>5.</b> [[ειδικός]] [[φόρος]] («[[ὑπέρ]] χρυσικῶν δημοσίων καὶ διαφόρων στίχων», πάπ.)<br /><b>6.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) (στους νεοπλατωνικούς) [[τάξη]]<br />β) (στους πυθαγορείους) κανονική [[αλληλουχία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐκτὸς τοῦ στίχου» — έξω από το κανονικό, όχι όπως συνηθίζεται <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιχ</i>- του ρ. [[στείχω]] «[[βαδίζω]], [[προχωρώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στείχω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm