3,273,773
edits
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> πιστεύγω Ν [[πιστός]]<br /><b>1.</b> έχω [[πίστη]], έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «και λογισμό μη βάνης [[μπλιο]] και πίστεψέ μου μένα», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ<br />γ. «κοὐκ [[ἄλλου]] σαφῆ σημεῖ' ἰδοῡσα τῷδε [[πιστεύω]] λόγῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]] [[κάτι]] ως αληθές («χαλεπὰ παντὶ [[ἐξῆς]] τεκμηρίῳ πιστεῡσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[τρέφω]] απέραντη [[πίστη]] στον θεό, [[είμαι]] [[πιστός]] [[χριστιανός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (στην ΠΔ) «πίστευε και μη ερεύνα» — αυτός που αληθινά πιστεύει στον θεό δεν [[πρέπει]] να αμφιβάλλει και [[συνεπώς]] δεν [[πρέπει]] να αισθάνεται την [[ανάγκη]] αποδείξεων σχετικά με τα δογματικά ζητήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] σχετικά με κάποιον («τον [[πιστεύω]] ως ικανό να φέρει σε [[πέρας]] τη δυσκολότερη [[αποστολή]]»)<br /><b>2.</b> έχω τη [[γνώμη]], [[νομίζω]] («[[πιστεύω]] ότι όλα θα πάνε καλά»)<br /><b>3.</b> (το απρόσ. εν. με [[άρθρο]] ουδ.) <i>το Πιστεύω</i><br />i) <b>εκκλ.</b> το [[σύμβολο]] της πίστης<br />ii) (συν. με [[άρθρο]] πληθ. ουδ.) τα [[πιστεύω]]<br />(με περιληπτ. σημ.) το [[σύνολο]] τών πεποιθήσεων και τών ιδεών ενός ατόμου («[[είναι]] [[σταθερός]] στα [[πολιτικά]] του [[πιστεύω]]»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ο [[χορτάτος]] τον πεινασμένο δεν πιστεύει» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[πρέπει]] [[κανείς]] να έχει προσωπική [[πείρα]] ενός πράγματος για να μπορέσει να το κατανοήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραδέχομαι]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (με ή [[χωρίς]] απαρμφ.) [[είμαι]] πεπεισμένος, [[βέβαιος]] ότι [[κάτι]] [[είναι]], θα [[είναι]] ή υπήρξε<br /><b>3.</b> (με δοτ. και απαρμφ.) έχω [[πεποίθηση]] σε κάποιον ότι («πιστεύετε τούτοις ἀληθῆ λέγειν», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον («τῷ [[ποτέρως]] παιδὶ φιληθέντι μᾱλλον ἄν τις πιστεύσειεν ἤ χρήματα ἤ [[τέκνα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) <i>πιστεύομαι</i><br />α) θεωρούμαι [[αξιόπιστος]], [[γίνομαι]] [[πιστευτός]]<br />β) έχω αμοιβαία [[εμπιστοσύνη]] («ἐπιστεύοντο ἅ ἔλεγον», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον για την προσωπική μου [[εξυπηρέτηση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πιστεύω]] δόξαν» — [[πιστεύω]] με [[πεποίθηση]]<br />β) «[[πιστεύω]] | |mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> πιστεύγω Ν [[πιστός]]<br /><b>1.</b> έχω [[πίστη]], έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «και λογισμό μη βάνης [[μπλιο]] και πίστεψέ μου μένα», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ<br />γ. «κοὐκ [[ἄλλου]] σαφῆ σημεῖ' ἰδοῡσα τῷδε [[πιστεύω]] λόγῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]] [[κάτι]] ως αληθές («χαλεπὰ παντὶ [[ἐξῆς]] τεκμηρίῳ πιστεῡσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[τρέφω]] απέραντη [[πίστη]] στον θεό, [[είμαι]] [[πιστός]] [[χριστιανός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (στην ΠΔ) «πίστευε και μη ερεύνα» — αυτός που αληθινά πιστεύει στον θεό δεν [[πρέπει]] να αμφιβάλλει και [[συνεπώς]] δεν [[πρέπει]] να αισθάνεται την [[ανάγκη]] αποδείξεων σχετικά με τα δογματικά ζητήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] σχετικά με κάποιον («τον [[πιστεύω]] ως ικανό να φέρει σε [[πέρας]] τη δυσκολότερη [[αποστολή]]»)<br /><b>2.</b> έχω τη [[γνώμη]], [[νομίζω]] («[[πιστεύω]] ότι όλα θα πάνε καλά»)<br /><b>3.</b> (το απρόσ. εν. με [[άρθρο]] ουδ.) <i>το Πιστεύω</i><br />i) <b>εκκλ.</b> το [[σύμβολο]] της πίστης<br />ii) (συν. με [[άρθρο]] πληθ. ουδ.) τα [[πιστεύω]]<br />(με περιληπτ. σημ.) το [[σύνολο]] τών πεποιθήσεων και τών ιδεών ενός ατόμου («[[είναι]] [[σταθερός]] στα [[πολιτικά]] του [[πιστεύω]]»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ο [[χορτάτος]] τον πεινασμένο δεν πιστεύει» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[πρέπει]] [[κανείς]] να έχει προσωπική [[πείρα]] ενός πράγματος για να μπορέσει να το κατανοήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραδέχομαι]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (με ή [[χωρίς]] απαρμφ.) [[είμαι]] πεπεισμένος, [[βέβαιος]] ότι [[κάτι]] [[είναι]], θα [[είναι]] ή υπήρξε<br /><b>3.</b> (με δοτ. και απαρμφ.) έχω [[πεποίθηση]] σε κάποιον ότι («πιστεύετε τούτοις ἀληθῆ λέγειν», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον («τῷ [[ποτέρως]] παιδὶ φιληθέντι μᾱλλον ἄν τις πιστεύσειεν ἤ χρήματα ἤ [[τέκνα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) <i>πιστεύομαι</i><br />α) θεωρούμαι [[αξιόπιστος]], [[γίνομαι]] [[πιστευτός]]<br />β) έχω αμοιβαία [[εμπιστοσύνη]] («ἐπιστεύοντο ἅ ἔλεγον», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον για την προσωπική μου [[εξυπηρέτηση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πιστεύω]] δόξαν» — [[πιστεύω]] με [[πεποίθηση]]<br />β) «[[πιστεύω]] ποιεῖν» — [[τολμώ]] να πράξω [[κάτι]]<br />γ) «πιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύονται [[κάτι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |