3,258,334
edits
(15) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐφάμιλλος]], -ον)<br />[[άξιος]] να έλθει σε [[άμιλλα]] με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με [[κάτι]], [[ισάξιος]] (α. «τα ελληνικά υφάσματα [[είναι]] εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν [[ὑπογραμμός]], τῶν μαρτύρων [[ἐφάμιλλος]]», Μηναί.<br />γ. «[[ἀρχή]] [[ἐφάμιλλος]] | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐφάμιλλος]], -ον)<br />[[άξιος]] να έλθει σε [[άμιλλα]] με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με [[κάτι]], [[ισάξιος]] (α. «τα ελληνικά υφάσματα [[είναι]] εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν [[ὑπογραμμός]], τῶν μαρτύρων [[ἐφάμιλλος]]», Μηναί.<br />γ. «[[ἀρχή]] [[ἐφάμιλλος]] ταῖς μεγίσταις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφάμιλλον</i><br />[[ισότητα]], [[ομοιότητα]], ίση [[αξία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν [[πατρίδα]] εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφαμίλλως</i> (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)<br />με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική [[διάθεση]] («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῑον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅμιλλα]] «[[αγώνας]], [[συναγωνισμός]]»]. | ||
}} | }} |