τράπεζα: Difference between revisions

m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράπεσδα]] και βοιωτ. τ. [[τρέπεδδα]] και [[τράπεδδα]], ἁ, Α<br /><b>1.</b> το [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> πιστωτικό [[ίδρυμα]] που ασχολείται με το [[εμπόριο]] του χρήματος, δανείζοντας ή δανειζόμενο [[χρήμα]] με ορισμένο [[κέρδος]], [[τραπεζικός]] [[οίκος]]<br /><b>3.</b> η ελεύθερη, μασητική [[επιφάνεια]] τών γομφίων οδόντων («[[τράπεζα]] οδόντων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> στρώματα πετρωμάτων ή συστήματα πετρωμάτων παρατεταγμένα οριζοντίως, τα οποία καταλαμβάνουν αρκετά [[μεγάλη]] [[έκταση]] με ανάλογο [[πάχος]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[ίδρυμα]] για τη [[συλλογή]], [[αποθήκευση]], [[συντήρηση]] και [[διάθεση]] ορισμένων προϊόντων και συστατικών, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[αίμα]] και το [[σπέρμα]], ή ιστών και οργάνων που προορίζονται για [[μεταμόσχευση]], όπως [[είναι]] λ.χ. τα οστά, το [[δέρμα]], ο [[κερατοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού κ.ά. (α. «[[τράπεζα]] αίματος» β. «[[τράπεζα]] σπέρματος» γ. «[[τράπεζα]] οστών»)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Τράπεζα</i><br />[[μικρός]], [[αόρατος]] [[αστερισμός]] [[κοντά]] στον Νότιο Πόλο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Αγία Τράπεζα»<br /><b>εκκλ.</b> [[τετράγωνο]] ή παραλληλόγραμμο [[τραπέζι]] από [[ξύλο]], [[πέτρα]] ή [[μάρμαρο]] στο [[κέντρο]] του Αγίου Βήματος τών ορθόδοξων χριστιανικών ναών, που αποτελεί [[εξέλιξη]] του βωμού-θυσιαστηρίου τών προχριστιανικών λατρειών και [[πάνω]] στην οποία τελείται το [[μυστήριο]] της Θείας Ευχαριστίας<br />β) «εκδοτική [[τράπεζα]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τράπεζα]] που έχει το [[προνόμιο]] να εκδίδει [[χαρτονόμισμα]]<br />γ) «κεντρικές τράπεζες» — τράπεζες που ενεργούν ως τραπεζίτες τών κυβερνήσεων, ως εκπρόσωποι και [[συχνά]] σχεδιαστές της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, ως τελευταίο [[καταφύγιο]] εξεύρεσης κεφαλαίων τών εμπορικών τραπεζών στην [[περίπτωση]] χρηματοοικονομικής κρίσης και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως εγγυητές του νομισματικού συστήματος υποστηριζόμενες από την κυβερνητική τραπεζική [[κάλυψη]], αποφέροντας [[συχνά]] στις κυβερνήσεις [[σημαντικά]] κέρδη μέσω τών διαφόρων συναλλαγών που διενεργούν με το κοινό<br />δ) «εμπορικές τράπεζες» — τράπεζες που δέχονται καταθέσεις, χορηγούν δάνεια, προβαίνουν σε διάφορες άλλες επενδύσεις και προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες οι οποίες διευκολύνουν την [[ανταλλαγή]] κεφαλαίων [[μεταξύ]] ιδιωτών και ιδρυμάτων<br />ε) «Τράπεζα της Ελλάδος» — η κεντρική [[τράπεζα]] της Ελλάδας, ή, όπως την ονομάζουν η [[τράπεζα]] τών τραπεζών, η οποία έχει αποκλειστικό [[δικαίωμα]] της έκδοσης τραπεζογραμματίων, ασκεί τον έλεγχο της πίστεως μέσω της Νομισματικής Επιτροπής, παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις [[προς]] τις άλλες, εμπορικές τράπεζες, εκτελεί τις τραπεζικές εργασίες του κράτους, διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα, παίζει τον ρόλο συμβούλου της κυβέρνησης σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και αποτελεί [[κατά]] κάποιο τρόπο τον διαχειριστή του ελληνικού δημοσίου<br />στ) «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος - ΕΤΕ» — η μεγαλύτερη εμπορική [[τράπεζα]] της Ελλάδας<br />ζ) «Αγροτική Τράπεζα [της Ελλάδος]» — κρατική [[τράπεζα]] που εξειδικεύεται στην αγροτική [[πίστη]]<br />η) «Τράπεζα Επενδύσεων»<br />i) [[ειδικός]] [[ελληνικός]] [[πιστωτικός]] [[οργανισμός]] που στοχεύει στην [[προώθηση]] μεγάλων βιομηχανικών επενδύσεων<br />ii) πιστωτικό [[ίδρυμα]] που δημιουργεί, εγγυάται και διανέμει ομόλογα ιδιωτικών επιχειρήσεων και κυβερνητικών οργανισμών<br />θ) «Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως - ΕΤΒΑ» — [[τράπεζα]] που [[είναι]] ο [[κύριος]] [[χρηματοδοτικός]] [[φορέας]] της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας<br />ι) «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος» — η δεύτερη σε [[μέγεθος]] εμπορική [[τράπεζα]] της χώρας μας<br />ια) «Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος» — [[τράπεζα]] που ιδρύθηκε το 1927 από την ΕΤΕ με στόχο τη [[διενέργεια]] κτηματικής πίστης<br />ιβ) «Γενική Τράπεζα» — το [[πρώην]] Μετοχικό Ταμείο Στρατού<br />ιγ) «Ιονική Τράπεζα» — εμπορική [[τράπεζα]] που ανήκει στο [[συγκρότημα]] της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος<br />ιδ) «ανταποκρίτρια [[τράπεζα]]» — [[τράπεζα]] του εξωτερικού που συνεργάζεται με μια [[τράπεζα]] του εσωτερικού με στόχο τη [[διευκόλυνση]] τών συναλλαγών τών πελατών τους<br />ιε) «Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως» ή, [[απλώς]], «Διεθνής Τράπεζα» — [[τράπεζα]] που ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον το 1945 και έχει ως σκοπό την [[προώθηση]] της οικονομικής ανάπτυξης τών χωρών-μελών, την [[παροχή]] τεχνικής βοήθειας σε κράτη-[[μέλη]] σε θέματα που σχετίζονται με την οικονομική [[ανάπτυξη]] και την [[αύξηση]] της αποτελεσματικότητας της διεθνούς προσπάθειας για [[ανάπτυξη]], με [[ενθάρρυνση]] της συνεργασίας [[μεταξύ]] τών χωρών<br />ιστ) «Διεθνής Τράπεζα Οικονομικής Συνεργασίας» — [[τράπεζα]] που είχε ιδρύσει η [[Κομεκόν]] το 1963 με στόχο τη [[χρηματοδότηση]] τών επενδυτικών έργων που αναλάμβαναν από κοινού διάφορα [[μέλη]] της<br />ιζ) «στρογγυλή [[τράπεζα]]» — <b>βλ.</b> [[στρογγυλός]]<br />ιη) «ιππότες στρογγυλής τραπέζης» — [[τάγμα]] ιπποτών που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Αρθούρο [[κατά]] τον 5ο αιώνα, τών οποίων τα ονόματα ήταν χαραγμένα σε μαρμάρινη στρογγυλή [[τράπεζα]] [[γύρω]] από την οποία συνεδρίαζαν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>εκκλ.</b> <b>(συμβολ.)</b> α) Μυστικός Δείπνος<br />β) ο [[τάφος]] του Ιησού Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> τα εδέσματα που παρατίθενται στο [[τραπέζι]] («τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τραπεζοειδές [[έπιπλο]] αφιερωμένο στους θεούς το οποίο χρησίμευε για [[εναπόθεση]] εδεσμάτων και αναθημάτων<br /><b>3.</b> το [[τραπέζι]] του αργυραμοιβού στην [[αγορά]], [[πάνω]] στο οποίο αυτός έκανε ανταλλαγές νομισμάτων με [[κέρδος]] («ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[τραπεζοειδής]] ή επίπεδη [[επιφάνεια]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετείται ένα [[αντικείμενο]] όπως: α) το εγκάρσιο [[ξύλο]] του πλοίου [[πάνω]] στο οποίο τοποθετείται και στερεώνεται ο [[ιστός]]<br />β) [[είδος]] εξέδρας στην οποία εξέθεταν τους δούλους για [[πούλημα]]<br />γ) τετράγωνη επιτάφια [[πέτρα]]<br />δ) η [[κάτω]] [[μυλόπετρα]]<br />ε) [[τμήμα]] του καταπέλτη<br />στ) [[τμήμα]] του συκωτιού<br />ζ) [[τμήμα]] ή [[εξάρτημα]] μηχανήματος για βασανιστήρια<br />η) τετράγωνη [[πλάκα]] που αποτελεί τη [[βάση]] κίονα ή στήλης, αλλ. [[πλίνθος]]<br />θ) ανάγλυφη ή ενεπίγραφη [[πλάκα]] ή [[πινακίδα]]<br />ι) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τράπεζαι</i><br />το [[κάτω]] [[τμήμα]] της [[ωμοπλάτης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ξενίη [[τράπεζα]]» — [[ιερή]] [[τράπεζα]] όπου έτρωγε [[ένας]] φιλοξενούμενος και στην οποία ορκίζονταν<br />β) «τραπέζῃ καὶ κοίτῃ [[δέχομαι]] [εὖ]» — [[περιποιούμαι]] κάποιον με [[παράθεση]] γεύματος και κλίνης, με [[φαγητό]] και ύπνο (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «περσικὴν τράπεζαν [[παρατίθημι]]» — [[δειπνώ]] με [[πολυτέλεια]] όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Πέρσες (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «αἱ δεύτεραι τράπεζαι» — το δεύτερο [[πιάτο]] φαγητών (<b>Πλούτ.</b>, <b>Αθήν.</b>)<br />ε) «ἡ [[ἐργασία]] ἡ τῆς τραπέζης» — η τραπεζική [[εργασία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «ἡ [[ἐγγύη]] ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζαν» — [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]] που δίνεται στην [[τράπεζα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ζ) «οἱ ἐπὶ ταῑς τραπέζαις» — οι τραπεζίτες <b>(Ισοκρ.)</b><br />η) «τράπεζαν κατασκευάζομαι» — [[ιδρύω]] [[τράπεζα]] (Iσαί.)<br />θ) «[[ἀνασκευάζω]] τράπεζαν» — [[χρεωκοπώ]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ι) «εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν [[ἀποβλέπω]]» — ζω εις [[βάρος]] άλλων (<b>Ξεν.</b>)<br />ια) «τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν» — [[παροιμιώδης]] [[φράση]] για σπάταλο ή άσωτο άνθρωπο<br />ιβ) «Συρακοσία [[τράπεζα]]» — [[παροιμιώδης]] [[φράση]] για πολυτελή τρόπο διατροφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τράπεζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τρα</i>-<i>πεδ</i>-<i>jα</i>) [[είναι]] σύνθ. τ., του οποίου το α' συνθετικό <i>τρα</i>- προέρχεται από το αριθμητικό [[τέσσαρες]], ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>πεδ</i>- της λ. [[πούς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πους]], <b>πρβλ.</b> <i>ἑκατόμ</i>-<i>πεδος</i>). Προβλήματα γεννά η [[μορφή]] <i>τρα</i>- του α' συνθετικού, η οποία έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>tŗ</i>- της ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>et</i>(<i>w</i>)<i>er</i>- του [[τέσσαρες]], με χαρακτηριστική [[απουσία]] του -<i>w</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[τέτρατος]] /[[τέταρτος]], <i>τετρα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>-<i>tŗ</i>-) με δυσερμήνευτη φωνολογική [[εξέλιξη]] ή σίγηση του αρκτικού <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>-. Στην [[ίδια]] [[βαθμίδα]] με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] <i>τορ</i>- μπορεί να αναχθεί το μυκηναϊκό <i>topeza</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τέσσερεις]]). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[τράπεζα]] απαντά στον <b>Ησύχ.</b> [[ένας]] βοιωτ. τ. [[τρίπεζαν]] [[κατά]] παρετυμολογική [[επίδραση]] του θ. <i>τρι</i>- του αριθμητικού [[τρεῖς]], από τον οποίο προήλθε ο τ. [[τρέπεδδα]] με [[τροπή]] του -<i>ι</i>- σε -<i>ε</i>- σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από -<i>ρ</i>-. Δυσερμήνευτες, [[επίσης]], μορφές πρώτου συνθετικού προερχόμενες από το αριθμητικό [[τέσσαρες]] εμφανίζουν και οι τ. [[τρυφάλεια]] και <i>Τυρταῖος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τραπέζιο]](<i>ν</i>), [[τραπεζίτης]], [[τραπεζώ]] /-<i>ώνω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[τραπεζείον]], [[τραπεζεύς]], [[τραπεζήεις]], [[τραπεζία]], [[τραπεζότης]], [[τραπεζώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραπεζώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραπεζάριον]], [[τραπεζιατικόν]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[τραπεζάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραπέζι]], [[τραπεζιέρης]], [[τραπεζικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τραπεζοειδής]], [[τραπεζοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραπεζολοιχός]], [[τραπεζοπίναξ]], [[τραπεζορήτωρ]], [[τραπεζωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραπεζοκόρος]], [[τραπεζοποιός]], [[τραπεζοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραπεζογίγας]], [[τραπεζοκράββατον]], [[τραπεζοτόπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>τραπεζάρχης</i>, [[τραπεζογραμμάτιο]], [[τραπεζοκρατία]], [[τραπεζόμακτρο]], [[τραπεζομάντιλο]], [[τραπεζομαντεία]], [[τραπεζομάχαιρο]], [[τραπεζομεσίτης]]. (Β' συνθετικό) [[ομοτράπεζος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατράπεζος]], <i>αυτοτράπεζος</i>, [[δυστράπεζος]], [[εκτράπεζος]], [[επιτράπεζος]], [[ευτράπεζος]], [[ισοτράπεζος]], [[καλλιτράπεζος]], [[μικροτράπεζος]], [[μονοτράπεζος]], [[συντράπεζος]], [[φιλοτράπεζος]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράπεσδα]] και βοιωτ. τ. [[τρέπεδδα]] και [[τράπεδδα]], ἁ, Α<br /><b>1.</b> το [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> πιστωτικό [[ίδρυμα]] που ασχολείται με το [[εμπόριο]] του χρήματος, δανείζοντας ή δανειζόμενο [[χρήμα]] με ορισμένο [[κέρδος]], [[τραπεζικός]] [[οίκος]]<br /><b>3.</b> η ελεύθερη, μασητική [[επιφάνεια]] τών γομφίων οδόντων («[[τράπεζα]] οδόντων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> στρώματα πετρωμάτων ή συστήματα πετρωμάτων παρατεταγμένα οριζοντίως, τα οποία καταλαμβάνουν αρκετά [[μεγάλη]] [[έκταση]] με ανάλογο [[πάχος]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[ίδρυμα]] για τη [[συλλογή]], [[αποθήκευση]], [[συντήρηση]] και [[διάθεση]] ορισμένων προϊόντων και συστατικών, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[αίμα]] και το [[σπέρμα]], ή ιστών και οργάνων που προορίζονται για [[μεταμόσχευση]], όπως [[είναι]] λ.χ. τα οστά, το [[δέρμα]], ο [[κερατοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού κ.ά. (α. «[[τράπεζα]] αίματος» β. «[[τράπεζα]] σπέρματος» γ. «[[τράπεζα]] οστών»)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Τράπεζα</i><br />[[μικρός]], [[αόρατος]] [[αστερισμός]] [[κοντά]] στον Νότιο Πόλο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Αγία Τράπεζα»<br /><b>εκκλ.</b> [[τετράγωνο]] ή παραλληλόγραμμο [[τραπέζι]] από [[ξύλο]], [[πέτρα]] ή [[μάρμαρο]] στο [[κέντρο]] του Αγίου Βήματος τών ορθόδοξων χριστιανικών ναών, που αποτελεί [[εξέλιξη]] του βωμού-θυσιαστηρίου τών προχριστιανικών λατρειών και [[πάνω]] στην οποία τελείται το [[μυστήριο]] της Θείας Ευχαριστίας<br />β) «εκδοτική [[τράπεζα]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τράπεζα]] που έχει το [[προνόμιο]] να εκδίδει [[χαρτονόμισμα]]<br />γ) «κεντρικές τράπεζες» — τράπεζες που ενεργούν ως τραπεζίτες τών κυβερνήσεων, ως εκπρόσωποι και [[συχνά]] σχεδιαστές της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, ως τελευταίο [[καταφύγιο]] εξεύρεσης κεφαλαίων τών εμπορικών τραπεζών στην [[περίπτωση]] χρηματοοικονομικής κρίσης και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως εγγυητές του νομισματικού συστήματος υποστηριζόμενες από την κυβερνητική τραπεζική [[κάλυψη]], αποφέροντας [[συχνά]] στις κυβερνήσεις [[σημαντικά]] κέρδη μέσω τών διαφόρων συναλλαγών που διενεργούν με το κοινό<br />δ) «εμπορικές τράπεζες» — τράπεζες που δέχονται καταθέσεις, χορηγούν δάνεια, προβαίνουν σε διάφορες άλλες επενδύσεις και προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες οι οποίες διευκολύνουν την [[ανταλλαγή]] κεφαλαίων [[μεταξύ]] ιδιωτών και ιδρυμάτων<br />ε) «Τράπεζα της Ελλάδος» — η κεντρική [[τράπεζα]] της Ελλάδας, ή, όπως την ονομάζουν η [[τράπεζα]] τών τραπεζών, η οποία έχει αποκλειστικό [[δικαίωμα]] της έκδοσης τραπεζογραμματίων, ασκεί τον έλεγχο της πίστεως μέσω της Νομισματικής Επιτροπής, παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις [[προς]] τις άλλες, εμπορικές τράπεζες, εκτελεί τις τραπεζικές εργασίες του κράτους, διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα, παίζει τον ρόλο συμβούλου της κυβέρνησης σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και αποτελεί [[κατά]] κάποιο τρόπο τον διαχειριστή του ελληνικού δημοσίου<br />στ) «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος - ΕΤΕ» — η μεγαλύτερη εμπορική [[τράπεζα]] της Ελλάδας<br />ζ) «Αγροτική Τράπεζα [της Ελλάδος]» — κρατική [[τράπεζα]] που εξειδικεύεται στην αγροτική [[πίστη]]<br />η) «Τράπεζα Επενδύσεων»<br />i) [[ειδικός]] [[ελληνικός]] [[πιστωτικός]] [[οργανισμός]] που στοχεύει στην [[προώθηση]] μεγάλων βιομηχανικών επενδύσεων<br />ii) πιστωτικό [[ίδρυμα]] που δημιουργεί, εγγυάται και διανέμει ομόλογα ιδιωτικών επιχειρήσεων και κυβερνητικών οργανισμών<br />θ) «Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως - ΕΤΒΑ» — [[τράπεζα]] που [[είναι]] ο [[κύριος]] [[χρηματοδοτικός]] [[φορέας]] της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας<br />ι) «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος» — η δεύτερη σε [[μέγεθος]] εμπορική [[τράπεζα]] της χώρας μας<br />ια) «Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος» — [[τράπεζα]] που ιδρύθηκε το 1927 από την ΕΤΕ με στόχο τη [[διενέργεια]] κτηματικής πίστης<br />ιβ) «Γενική Τράπεζα» — το [[πρώην]] Μετοχικό Ταμείο Στρατού<br />ιγ) «Ιονική Τράπεζα» — εμπορική [[τράπεζα]] που ανήκει στο [[συγκρότημα]] της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος<br />ιδ) «ανταποκρίτρια [[τράπεζα]]» — [[τράπεζα]] του εξωτερικού που συνεργάζεται με μια [[τράπεζα]] του εσωτερικού με στόχο τη [[διευκόλυνση]] τών συναλλαγών τών πελατών τους<br />ιε) «Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως» ή, [[απλώς]], «Διεθνής Τράπεζα» — [[τράπεζα]] που ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον το 1945 και έχει ως σκοπό την [[προώθηση]] της οικονομικής ανάπτυξης τών χωρών-μελών, την [[παροχή]] τεχνικής βοήθειας σε κράτη-[[μέλη]] σε θέματα που σχετίζονται με την οικονομική [[ανάπτυξη]] και την [[αύξηση]] της αποτελεσματικότητας της διεθνούς προσπάθειας για [[ανάπτυξη]], με [[ενθάρρυνση]] της συνεργασίας [[μεταξύ]] τών χωρών<br />ιστ) «Διεθνής Τράπεζα Οικονομικής Συνεργασίας» — [[τράπεζα]] που είχε ιδρύσει η [[Κομεκόν]] το 1963 με στόχο τη [[χρηματοδότηση]] τών επενδυτικών έργων που αναλάμβαναν από κοινού διάφορα [[μέλη]] της<br />ιζ) «στρογγυλή [[τράπεζα]]» — <b>βλ.</b> [[στρογγυλός]]<br />ιη) «ιππότες στρογγυλής τραπέζης» — [[τάγμα]] ιπποτών που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Αρθούρο [[κατά]] τον 5ο αιώνα, τών οποίων τα ονόματα ήταν χαραγμένα σε μαρμάρινη στρογγυλή [[τράπεζα]] [[γύρω]] από την οποία συνεδρίαζαν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>εκκλ.</b> <b>(συμβολ.)</b> α) Μυστικός Δείπνος<br />β) ο [[τάφος]] του Ιησού Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> τα εδέσματα που παρατίθενται στο [[τραπέζι]] («τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τραπεζοειδές [[έπιπλο]] αφιερωμένο στους θεούς το οποίο χρησίμευε για [[εναπόθεση]] εδεσμάτων και αναθημάτων<br /><b>3.</b> το [[τραπέζι]] του αργυραμοιβού στην [[αγορά]], [[πάνω]] στο οποίο αυτός έκανε ανταλλαγές νομισμάτων με [[κέρδος]] («ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[τραπεζοειδής]] ή επίπεδη [[επιφάνεια]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετείται ένα [[αντικείμενο]] όπως: α) το εγκάρσιο [[ξύλο]] του πλοίου [[πάνω]] στο οποίο τοποθετείται και στερεώνεται ο [[ιστός]]<br />β) [[είδος]] εξέδρας στην οποία εξέθεταν τους δούλους για [[πούλημα]]<br />γ) τετράγωνη επιτάφια [[πέτρα]]<br />δ) η [[κάτω]] [[μυλόπετρα]]<br />ε) [[τμήμα]] του καταπέλτη<br />στ) [[τμήμα]] του συκωτιού<br />ζ) [[τμήμα]] ή [[εξάρτημα]] μηχανήματος για βασανιστήρια<br />η) τετράγωνη [[πλάκα]] που αποτελεί τη [[βάση]] κίονα ή στήλης, αλλ. [[πλίνθος]]<br />θ) ανάγλυφη ή ενεπίγραφη [[πλάκα]] ή [[πινακίδα]]<br />ι) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τράπεζαι</i><br />το [[κάτω]] [[τμήμα]] της [[ωμοπλάτης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ξενίη [[τράπεζα]]» — [[ιερή]] [[τράπεζα]] όπου έτρωγε [[ένας]] φιλοξενούμενος και στην οποία ορκίζονταν<br />β) «τραπέζῃ καὶ κοίτῃ [[δέχομαι]] [εὖ]» — [[περιποιούμαι]] κάποιον με [[παράθεση]] γεύματος και κλίνης, με [[φαγητό]] και ύπνο (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «περσικὴν τράπεζαν [[παρατίθημι]]» — [[δειπνώ]] με [[πολυτέλεια]] όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Πέρσες (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «αἱ δεύτεραι τράπεζαι» — το δεύτερο [[πιάτο]] φαγητών (<b>Πλούτ.</b>, <b>Αθήν.</b>)<br />ε) «ἡ [[ἐργασία]] ἡ τῆς τραπέζης» — η τραπεζική [[εργασία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «ἡ [[ἐγγύη]] ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζαν» — [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]] που δίνεται στην [[τράπεζα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ζ) «οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις» — οι τραπεζίτες <b>(Ισοκρ.)</b><br />η) «τράπεζαν κατασκευάζομαι» — [[ιδρύω]] [[τράπεζα]] (Iσαί.)<br />θ) «[[ἀνασκευάζω]] τράπεζαν» — [[χρεωκοπώ]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ι) «εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν [[ἀποβλέπω]]» — ζω εις [[βάρος]] άλλων (<b>Ξεν.</b>)<br />ια) «τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν» — [[παροιμιώδης]] [[φράση]] για σπάταλο ή άσωτο άνθρωπο<br />ιβ) «Συρακοσία [[τράπεζα]]» — [[παροιμιώδης]] [[φράση]] για πολυτελή τρόπο διατροφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τράπεζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τρα</i>-<i>πεδ</i>-<i>jα</i>) [[είναι]] σύνθ. τ., του οποίου το α' συνθετικό <i>τρα</i>- προέρχεται από το αριθμητικό [[τέσσαρες]], ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>πεδ</i>- της λ. [[πούς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πους]], <b>πρβλ.</b> <i>ἑκατόμ</i>-<i>πεδος</i>). Προβλήματα γεννά η [[μορφή]] <i>τρα</i>- του α' συνθετικού, η οποία έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>tŗ</i>- της ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>et</i>(<i>w</i>)<i>er</i>- του [[τέσσαρες]], με χαρακτηριστική [[απουσία]] του -<i>w</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[τέτρατος]] /[[τέταρτος]], <i>τετρα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>-<i>tŗ</i>-) με δυσερμήνευτη φωνολογική [[εξέλιξη]] ή σίγηση του αρκτικού <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>-. Στην [[ίδια]] [[βαθμίδα]] με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] <i>τορ</i>- μπορεί να αναχθεί το μυκηναϊκό <i>topeza</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τέσσερεις]]). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[τράπεζα]] απαντά στον <b>Ησύχ.</b> [[ένας]] βοιωτ. τ. [[τρίπεζαν]] [[κατά]] παρετυμολογική [[επίδραση]] του θ. <i>τρι</i>- του αριθμητικού [[τρεῖς]], από τον οποίο προήλθε ο τ. [[τρέπεδδα]] με [[τροπή]] του -<i>ι</i>- σε -<i>ε</i>- σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από -<i>ρ</i>-. Δυσερμήνευτες, [[επίσης]], μορφές πρώτου συνθετικού προερχόμενες από το αριθμητικό [[τέσσαρες]] εμφανίζουν και οι τ. [[τρυφάλεια]] και <i>Τυρταῖος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τραπέζιο]](<i>ν</i>), [[τραπεζίτης]], [[τραπεζώ]] /-<i>ώνω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[τραπεζείον]], [[τραπεζεύς]], [[τραπεζήεις]], [[τραπεζία]], [[τραπεζότης]], [[τραπεζώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραπεζώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραπεζάριον]], [[τραπεζιατικόν]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[τραπεζάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραπέζι]], [[τραπεζιέρης]], [[τραπεζικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τραπεζοειδής]], [[τραπεζοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραπεζολοιχός]], [[τραπεζοπίναξ]], [[τραπεζορήτωρ]], [[τραπεζωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραπεζοκόρος]], [[τραπεζοποιός]], [[τραπεζοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραπεζογίγας]], [[τραπεζοκράββατον]], [[τραπεζοτόπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>τραπεζάρχης</i>, [[τραπεζογραμμάτιο]], [[τραπεζοκρατία]], [[τραπεζόμακτρο]], [[τραπεζομάντιλο]], [[τραπεζομαντεία]], [[τραπεζομάχαιρο]], [[τραπεζομεσίτης]]. (Β' συνθετικό) [[ομοτράπεζος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατράπεζος]], <i>αυτοτράπεζος</i>, [[δυστράπεζος]], [[εκτράπεζος]], [[επιτράπεζος]], [[ευτράπεζος]], [[ισοτράπεζος]], [[καλλιτράπεζος]], [[μικροτράπεζος]], [[μονοτράπεζος]], [[συντράπεζος]], [[φιλοτράπεζος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm