συμβουλεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα [[συβουλεύω]] Ν<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] συμβουλές, [[υποδεικνύω]] σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει [[κάτι]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]] (α. «[[μάταια]] σέ [[συμβουλεύω]] τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, [[μηδὲ]] συμβούλευ' ἔτι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβουλεύομαι</i><br />[[ζητώ]] ή [[δέχομαι]] [[συμβουλή]] από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τον συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῖν τοῡτο, [[αὐτίκα]] συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προτρέπω]], [[παρακινώ]] («[[κακώς]] τον συμβούλεψε να ενεργήσει [[έτσι]] βιαστικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[αποφασίζω]] σε [[συμβούλιο]] (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῡν δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔ<br />β. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους [[μετὰ]] σοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] «[[σκέπτομαι]], [[αποφασίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»)].
|mltxt=ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα [[συβουλεύω]] Ν<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] συμβουλές, [[υποδεικνύω]] σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει [[κάτι]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]] (α. «[[μάταια]] σέ [[συμβουλεύω]] τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, [[μηδὲ]] συμβούλευ' ἔτι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβουλεύομαι</i><br />[[ζητώ]] ή [[δέχομαι]] [[συμβουλή]] από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τον συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῖν τοῡτο, [[αὐτίκα]] συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προτρέπω]], [[παρακινώ]] («[[κακώς]] τον συμβούλεψε να ενεργήσει [[έτσι]] βιαστικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[αποφασίζω]] σε [[συμβούλιο]] (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν
δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔ<br />β. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους [[μετὰ]] σοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] «[[σκέπτομαι]], [[αποφασίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm