συνθήκη: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῦν " to "οῦν"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθήκη και [[ηλειακός]] τ. [[συνθήνα]] Α [[συντίθημι]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνία]] και, [[κυρίως]], [[σύμβαση]] [[μεταξύ]] προσώπων ή κρατών για τη [[ρύθμιση]] πολιτικών, οικονομικών ή άλλων προβλημάτων (α. «οι δύο χώρες υπέγραψαν [[συνθήκη]] για αμοιβαία οικονομική [[βοήθεια]]» β. «συνθήκας γραψάμενοι περὶ τῆς πρὸς ἀλλήλους ὁμονοίας καὶ πίστεως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα άρθρα συμφωνίας (α. «οι δύο πρωθυπουργοί διάβασαν τη [[συνθήκη]] και συμφώνησαν» β. «τὴν ξυνθήκην προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> όροι, καταστάσεις, περιστάσεις που επικρατούν σε μια ορισμένη [[στιγμή]] ή σε ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] («ευνοϊκές συνθήκες»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[απαίτηση]] σχέσης η [[εξίσωση]] [[μεταξύ]] τών δεδομένων και τών αγνώστων για τη [[λύση]] ενός προβλήματος<br />β) <b>(γεωμ.)</b> η [[γνώση]] ορισμένων στοιχείων ή και το δεδομένο [[στοιχείο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συνθήκη]]» — σύμφωνα με ρητή ή σιωπηρή [[συμφωνία]]<br />β) «τα [[κατά]] συνθήκην ψεύδη» — κοινωνικά έθιμα και τύποι που γίνονται σιωπηρά αποδεκτοί [[παρά]] το [[γεγονός]] ότι [[είναι]] ψευδείς και υποκριτικοί<br />γ) «κανονικές συνθήκες»<br /><b>φυσ.</b> η [[θερμοκρασία]] 0°C και [[πίεση]] 760 χιλιοστομέτρων στήλης υδραργύρου<br />δ) «οριακές συνθήκες»<br />(μαθημ.-φυσ.) συνθήκες, περιορισμοί που επιβάλλονται απο τη [[φύση]] ενός προβλήματος και οι οποίες χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιλεγεί η [[λύση]] [[εκείνη]] η οποία ανταποκρίνεται [[προς]] το θεωρούμενο [[φυσικό]] [[πρόβλημα]]<br />ε) «[[συνθήκη]] αναγκαία και ικανή» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία δύο προτάσεις διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να έπεται κατ' [[ανάγκη]] της άλλης και αντιστρόφως και η καθεμιά από αυτές να [[είναι]] ικανή και αναγκαία [[συνθήκη]] ως [[προς]] την [[άλλη]], όπως λ.χ. η [[πρόταση]] <i>δύο αριθμοί [[είναι]] ετερόσημοι</i> [[είναι]] ικανή και αναγκαία [[συνθήκη]] της πρότασης <i>το γινόμενο τών δύο αριθμών [[είναι]] αρνητικό</i><br />στ) «[[συνθήκη]] ειρήνης» — ειρηνευτική [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων κρατών [[μετά]] από πόλεμο<br />ζ) «[[καταγγελία]] συνθήκης» — <b>βλ.</b> [[καταγγελία]]<br />η) «[[διεθνής]] [[συνθήκη]]»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> η έγγραφη [[έκφραση]] συμφωνίας τών κρατών για την [[αναγνώριση]] ενός κανόνα ως κανόνα του διεθνούς δικαίου ή για την [[τροποποίηση]] και [[κατάργηση]] κανόνων που ισχύουν<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[υπόσχεση]] [[μοναχού]] ή μοναχής για οριστική [[αφιέρωση]] στον Χριστό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνδυασμός]] διαφορετικών υποστάσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνθεση]], [[ιδίως]] λέξεων και προτάσεων<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] μιας σύνθεσης («ἔστιν γοῦν
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθήκη και [[ηλειακός]] τ. [[συνθήνα]] Α [[συντίθημι]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνία]] και, [[κυρίως]], [[σύμβαση]] [[μεταξύ]] προσώπων ή κρατών για τη [[ρύθμιση]] πολιτικών, οικονομικών ή άλλων προβλημάτων (α. «οι δύο χώρες υπέγραψαν [[συνθήκη]] για αμοιβαία οικονομική [[βοήθεια]]» β. «συνθήκας γραψάμενοι περὶ τῆς πρὸς ἀλλήλους ὁμονοίας καὶ πίστεως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα άρθρα συμφωνίας (α. «οι δύο πρωθυπουργοί διάβασαν τη [[συνθήκη]] και συμφώνησαν» β. «τὴν ξυνθήκην προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> όροι, καταστάσεις, περιστάσεις που επικρατούν σε μια ορισμένη [[στιγμή]] ή σε ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] («ευνοϊκές συνθήκες»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[απαίτηση]] σχέσης η [[εξίσωση]] [[μεταξύ]] τών δεδομένων και τών αγνώστων για τη [[λύση]] ενός προβλήματος<br />β) <b>(γεωμ.)</b> η [[γνώση]] ορισμένων στοιχείων ή και το δεδομένο [[στοιχείο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συνθήκη]]» — σύμφωνα με ρητή ή σιωπηρή [[συμφωνία]]<br />β) «τα [[κατά]] συνθήκην ψεύδη» — κοινωνικά έθιμα και τύποι που γίνονται σιωπηρά αποδεκτοί [[παρά]] το [[γεγονός]] ότι [[είναι]] ψευδείς και υποκριτικοί<br />γ) «κανονικές συνθήκες»<br /><b>φυσ.</b> η [[θερμοκρασία]] 0°C και [[πίεση]] 760 χιλιοστομέτρων στήλης υδραργύρου<br />δ) «οριακές συνθήκες»<br />(μαθημ.-φυσ.) συνθήκες, περιορισμοί που επιβάλλονται απο τη [[φύση]] ενός προβλήματος και οι οποίες χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιλεγεί η [[λύση]] [[εκείνη]] η οποία ανταποκρίνεται [[προς]] το θεωρούμενο [[φυσικό]] [[πρόβλημα]]<br />ε) «[[συνθήκη]] αναγκαία και ικανή» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία δύο προτάσεις διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να έπεται κατ' [[ανάγκη]] της άλλης και αντιστρόφως και η καθεμιά από αυτές να [[είναι]] ικανή και αναγκαία [[συνθήκη]] ως [[προς]] την [[άλλη]], όπως λ.χ. η [[πρόταση]] <i>δύο αριθμοί [[είναι]] ετερόσημοι</i> [[είναι]] ικανή και αναγκαία [[συνθήκη]] της πρότασης <i>το γινόμενο τών δύο αριθμών [[είναι]] αρνητικό</i><br />στ) «[[συνθήκη]] ειρήνης» — ειρηνευτική [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων κρατών [[μετά]] από πόλεμο<br />ζ) «[[καταγγελία]] συνθήκης» — <b>βλ.</b> [[καταγγελία]]<br />η) «[[διεθνής]] [[συνθήκη]]»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> η έγγραφη [[έκφραση]] συμφωνίας τών κρατών για την [[αναγνώριση]] ενός κανόνα ως κανόνα του διεθνούς δικαίου ή για την [[τροποποίηση]] και [[κατάργηση]] κανόνων που ισχύουν<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[υπόσχεση]] [[μοναχού]] ή μοναχής για οριστική [[αφιέρωση]] στον Χριστό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνδυασμός]] διαφορετικών υποστάσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνθεση]], [[ιδίως]] λέξεων και προτάσεων<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] μιας σύνθεσης («ἔστιν γοῦνἐκ δύο καλῶν ἀλλόκοτον τὴν ξυνθήκην [[εἶναι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[θήκη]] για [[τοποθέτηση]] [[νεκρών]]<br /><b>4.</b> [[συνάθροιση]] ανθρώπων στον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>5.</b> [[τρόπος]] λεκτικής έκφρασης, ύφος<br /><b>6.</b> αμοιβαία [[υπόσχεση]] που δίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της [[τελετής]] του γάμου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ συνθήκης» και «διὰ συνθήκης» και «κατὰ συνθήκην» — με αμοιβαία [[συνεννόηση]], με [[συμφωνία]] (<b>Πλάτ.</b>).
ἐκ δύο καλῶν ἀλλόκοτον τὴν ξυνθήκην [[εἶναι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[θήκη]] για [[τοποθέτηση]] [[νεκρών]]<br /><b>4.</b> [[συνάθροιση]] ανθρώπων στον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>5.</b> [[τρόπος]] λεκτικής έκφρασης, ύφος<br /><b>6.</b> αμοιβαία [[υπόσχεση]] που δίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της [[τελετής]] του γάμου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ συνθήκης» και «διὰ συνθήκης» και «κατὰ συνθήκην» — με αμοιβαία [[συνεννόηση]], με [[συμφωνία]] (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm