3,273,735
edits
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[ψυχθρός]] και ομηρ. τ. θηλ. -ή Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαμηλή [[θερμοκρασία]], [[κρύος]] (α. «[[ψυχρός]] [[άνεμος]]» β. «ψυχρό [[κλίμα]]» γ. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει [[ἠῶθι]] πρό», <b>Ομ. Οδ.</b>, δ. «εἰς [[ὕδωρ]] ψυχρὸν [[σφᾶς]] αὐτοὺς ῥίπτειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συναισθηματική [[κατάσταση]]) [[απαθής]], [[αδιάφορος]]<br /><b>3.</b> (για [[εκδήλωση]]) αυτός που γίνεται [[χωρίς]] [[προθυμία]], [[χωρίς]] ζήλο (α. «ψυχρή [[υποδοχή]]» β. «ὑμῑν τοιήδε τις γίνοιτ' ἂν ἐπικουρίη ψυχρή», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] θέρμης, ενθουσιασμού («ψυχρὸς καὶ [[μελαγχολικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ψυχρό [[μέτωπο]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το πρόσθιο [[άκρο]] μιας κινούμενης, σχετικά ψυχρής, αέριας μάζας<br />β) «[[ψυχρός]] [[πόλεμος]]» — <b>βλ.</b> [[πόλεμος]]<br />γ) «ψυχρή [[εκπομπή]]»<br /><b>φυσ.</b> η [[απελευθέρωση]] ηλεκτρονίων από την [[επιφάνεια]] ενός υλικού εξαιτίας της επίδρασης ενός ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου, αλλ. [[εκπομπή]] πεδίου<br />δ) «[[κακός]], [[ψυχρός]] και [[ανάποδος]]» — [[άθλιος]], [[ελεεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εκφράσεις ή λόγους) [[ανιαρός]], [[ανούσιος]], [[άνοστος]], [[κρύος]] («[[σκῶμμα]]... [[σφόδρα]] ψυχρόν», Εύπ.)<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[ανωφελής]], [[άκαρπος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψυχρόν</i><br />η [[ψυχρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψυχρώς]] / <i>ψυχρῶς</i>, ΝΜΑ, και [[ψυχρά]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο ψυχρό (α. «μού μίλησε [[ψυχρά]]» β. «τοὺς | |mltxt=-ή, -ό / [[ψυχρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[ψυχθρός]] και ομηρ. τ. θηλ. -ή Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαμηλή [[θερμοκρασία]], [[κρύος]] (α. «[[ψυχρός]] [[άνεμος]]» β. «ψυχρό [[κλίμα]]» γ. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει [[ἠῶθι]] πρό», <b>Ομ. Οδ.</b>, δ. «εἰς [[ὕδωρ]] ψυχρὸν [[σφᾶς]] αὐτοὺς ῥίπτειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συναισθηματική [[κατάσταση]]) [[απαθής]], [[αδιάφορος]]<br /><b>3.</b> (για [[εκδήλωση]]) αυτός που γίνεται [[χωρίς]] [[προθυμία]], [[χωρίς]] ζήλο (α. «ψυχρή [[υποδοχή]]» β. «ὑμῑν τοιήδε τις γίνοιτ' ἂν ἐπικουρίη ψυχρή», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] θέρμης, ενθουσιασμού («ψυχρὸς καὶ [[μελαγχολικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ψυχρό [[μέτωπο]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το πρόσθιο [[άκρο]] μιας κινούμενης, σχετικά ψυχρής, αέριας μάζας<br />β) «[[ψυχρός]] [[πόλεμος]]» — <b>βλ.</b> [[πόλεμος]]<br />γ) «ψυχρή [[εκπομπή]]»<br /><b>φυσ.</b> η [[απελευθέρωση]] ηλεκτρονίων από την [[επιφάνεια]] ενός υλικού εξαιτίας της επίδρασης ενός ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου, αλλ. [[εκπομπή]] πεδίου<br />δ) «[[κακός]], [[ψυχρός]] και [[ανάποδος]]» — [[άθλιος]], [[ελεεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εκφράσεις ή λόγους) [[ανιαρός]], [[ανούσιος]], [[άνοστος]], [[κρύος]] («[[σκῶμμα]]... [[σφόδρα]] ψυχρόν», Εύπ.)<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[ανωφελής]], [[άκαρπος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψυχρόν</i><br />η [[ψυχρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψυχρώς]] / <i>ψυχρῶς</i>, ΝΜΑ, και [[ψυχρά]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο ψυχρό (α. «μού μίλησε [[ψυχρά]]» β. «τοὺς γοῦνψυχροὺς ψυχρῶς λέγουσι διαλέγεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κακά]], [[ψυχρά]] και [[ανάποδα]]» — πολύ άσχημα, άθλια, ελεεινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κῦδος]]: <i>κυδ</i>-<i>ρός</i>, [[αἶσχος]]: <i>αἰσχ</i>-<i>ρός</i>), για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[ψύχω]] (ΙΙ)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |