παρυφαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῦν " to "οῦν"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[υφαίνω]]<br />[[υφαίνω]] στα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] υφάσματος ή ενδύματος, [[σχηματίζω]] [[κατά]] την ύφανση [[παρυφή]], [[γαρνίρω]] [[ταινία]] (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[ἱμάτιον]] [[λευκόν]], πῆχυν πορφυροῦν
|mltxt=ΜΑ [[υφαίνω]]<br />[[υφαίνω]] στα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] υφάσματος ή ενδύματος, [[σχηματίζω]] [[κατά]] την ύφανση [[παρυφή]], [[γαρνίρω]] [[ταινία]] (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[ἱμάτιον]] [[λευκόν]], πῆχυν πορφυροῦνἔχον παρυφασμένον», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρενείρω]] σε [[αφήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνενώνομαι [[κατά]] [[μήκος]] με [[κάτι]] («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς [[πόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> απλώνομαι στα [[πλάγια]] και [[κατά]] [[μήκος]] σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[υφαντική]] («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).
ἔχον παρυφασμένον», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρενείρω]] σε [[αφήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνενώνομαι [[κατά]] [[μήκος]] με [[κάτι]] («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς [[πόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> απλώνομαι στα [[πλάγια]] και [[κατά]] [[μήκος]] σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[υφαντική]] («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm