3,273,742
edits
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λογιέμαι]] (AM [[λογίζομαι]], Μ και λογίζω) [[λόγος]]<br />[[συλλογίζομαι]], [[αναλογίζομαι]], [[υπολογίζω]], [[σκέπτομαι]] (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει [[τώρα]];» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῦν οἰομένους ὑπομεῖναι δεῖν... τὸν πόλεμον, ἐκεῖνα [[βούλομαι]] λογίσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] τον εαυτό μου, [[υπολογίζομαι]] («[[πρέπει]] να [[λογίζομαι]] [[τυχερός]] [[μετά]] απ' όλα αυτά»)<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>λελογισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[λογικός]], μη [[υπερβολικός]] («λελογισμένη [[κατανάλωση]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />θεωρούμαι, μέ νομίζει [[κάποιος]], [[υπολογίζομαι]], συγκαταλέγομαι, περιλαμβάνομαι (α. «δεν λογίζεται για [[άνθρωπος]]» β. «λογισθεὶς ἐν τοῖς νεκροῑς ἐκ παραπτώματός μου», Γλυκά)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> χαρακτηρίζομαι, αναγνωρίζομαι<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] [[κάτι]], [[δίνω]] [[σημασία]] σε [[κάτι]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] σημαντικό («[[τίποτε]] οὐ λογίζεται <span style="color: red;"><</span> διὰ> πόθον ἢ δι' ἀγάπην, ἐγκρεμνοὺς οὐ λογίζεται, τοὺς ποταμούς [[οὐδόλως]]», Διγ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀντὶ οὐδενὸς [[λογίζομαι]]» ή «εἰς οὐδὲν [[λογίζομαι]]» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] [[άνευ]] σημασίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίνω]] [[μετά]] από υπολογισμό, [[εκτιμώ]] («προσετιμήσατε τὰς βλάβας, ἅς... ἐλογίζεθ' ἑαυτῷ γεγενῆσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[νομίζω]], [[υποθέτω]] («Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι τοὺς ἐν τῷ Πειραιεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και ενεργ.) [[λογαριάζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[σκοπεύω]] ή [[προσδοκώ]], [[περιμένω]] ότι θα γίνει [[κάτι]] (α. «ἐκαλολόγιζέ τους σκοπῶντα καὶ λογίζοντα του νὰ τοὺς ἔχει δούλους», Χρον. Moρ.<br />β. «ἐκ ταύτης δέ ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο οἱ Ἕλληνες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συλλογίζομαι]] ότι, [[συμπεραίνω]] [[μετά]] από συλλογισμό<br /><b>5.</b> [[υπολογίζομαι]] («ὁπλῑται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρώ]], [[υπολογίζω]], [[κάνω]] λογαριασμούς ή αριθμητικές πράξεις (α. «Ἴωνας [[ἀποδείκνυμι]] οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πρῶτον μέν λόγισαι [[φαύλως]], μὴ ψήφοις, ἀλλ' ἀπὸ χειρός», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[μερίδιο]] κάποιου, [[βάζω]] [[κάτι]] στον λογαριασμό του (α. «τἀνηλωμένα ἐπέδωκα καὶ οὐκ ἐλογιζόμην», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «μὴ λογιζόμενος | |mltxt=και [[λογιέμαι]] (AM [[λογίζομαι]], Μ και λογίζω) [[λόγος]]<br />[[συλλογίζομαι]], [[αναλογίζομαι]], [[υπολογίζω]], [[σκέπτομαι]] (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει [[τώρα]];» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῦν οἰομένους ὑπομεῖναι δεῖν... τὸν πόλεμον, ἐκεῖνα [[βούλομαι]] λογίσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] τον εαυτό μου, [[υπολογίζομαι]] («[[πρέπει]] να [[λογίζομαι]] [[τυχερός]] [[μετά]] απ' όλα αυτά»)<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>λελογισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[λογικός]], μη [[υπερβολικός]] («λελογισμένη [[κατανάλωση]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />θεωρούμαι, μέ νομίζει [[κάποιος]], [[υπολογίζομαι]], συγκαταλέγομαι, περιλαμβάνομαι (α. «δεν λογίζεται για [[άνθρωπος]]» β. «λογισθεὶς ἐν τοῖς νεκροῑς ἐκ παραπτώματός μου», Γλυκά)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> χαρακτηρίζομαι, αναγνωρίζομαι<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] [[κάτι]], [[δίνω]] [[σημασία]] σε [[κάτι]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] σημαντικό («[[τίποτε]] οὐ λογίζεται <span style="color: red;"><</span> διὰ> πόθον ἢ δι' ἀγάπην, ἐγκρεμνοὺς οὐ λογίζεται, τοὺς ποταμούς [[οὐδόλως]]», Διγ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀντὶ οὐδενὸς [[λογίζομαι]]» ή «εἰς οὐδὲν [[λογίζομαι]]» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] [[άνευ]] σημασίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίνω]] [[μετά]] από υπολογισμό, [[εκτιμώ]] («προσετιμήσατε τὰς βλάβας, ἅς... ἐλογίζεθ' ἑαυτῷ γεγενῆσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[νομίζω]], [[υποθέτω]] («Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι τοὺς ἐν τῷ Πειραιεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και ενεργ.) [[λογαριάζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[σκοπεύω]] ή [[προσδοκώ]], [[περιμένω]] ότι θα γίνει [[κάτι]] (α. «ἐκαλολόγιζέ τους σκοπῶντα καὶ λογίζοντα του νὰ τοὺς ἔχει δούλους», Χρον. Moρ.<br />β. «ἐκ ταύτης δέ ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο οἱ Ἕλληνες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συλλογίζομαι]] ότι, [[συμπεραίνω]] [[μετά]] από συλλογισμό<br /><b>5.</b> [[υπολογίζομαι]] («ὁπλῑται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρώ]], [[υπολογίζω]], [[κάνω]] λογαριασμούς ή αριθμητικές πράξεις (α. «Ἴωνας [[ἀποδείκνυμι]] οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πρῶτον μέν λόγισαι [[φαύλως]], μὴ ψήφοις, ἀλλ' ἀπὸ χειρός», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[μερίδιο]] κάποιου, [[βάζω]] [[κάτι]] στον λογαριασμό του (α. «τἀνηλωμένα ἐπέδωκα καὶ οὐκ ἐλογιζόμην», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτών», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[ελέγχω]] τους λογαριασμούς κάποιου («τοῖς ὑπευθύνοις λογιζόμενοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> βασίζομαι ή [[υπολογίζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. και παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ λογιζόμενον</i> και <i>τὸ λελογισμένον</i><br />ο [[λογισμός]] γενικώς, [[αλλά]] και ο [[αριθμητικός]] [[υπολογισμός]], ο [[λογαριασμός]], η [[μέτρηση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |