δαφναίος: Difference between revisions
From LSJ
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
(8) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δαφναῖος, -α, -ον (Α) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> ο [[δάφνινος]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του Απόλλωνος) ο [[δαφνηφόρος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
δαφναῖος, -α, -ον (Α) δάφνη
1. ο δάφνινος
2. (επίθ. του Απόλλωνος) ο δαφνηφόρος.