3,274,216
edits
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θνητός]], -ή, -όν, Α αιολ. και δωρ. τ. [[θνατός]])<br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. του [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι θνητοί</i><br />οι άνθρωποι, η [[ανθρωπότητα]], το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[νεκρός]], πεθαμένος<br /><b>2.</b> δολοφονημένος<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θνητός]]<br />ο [[υπήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχύβιος]] («ἐν θνητῷ ὄντες μᾶλλον θνητοτέρους ἑαυτοὺς | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θνητός]], -ή, -όν, Α αιολ. και δωρ. τ. [[θνατός]])<br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. του [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι θνητοί</i><br />οι άνθρωποι, η [[ανθρωπότητα]], το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[νεκρός]], πεθαμένος<br /><b>2.</b> δολοφονημένος<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θνητός]]<br />ο [[υπήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχύβιος]] («ἐν θνητῷ ὄντες μᾶλλον θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦσιν», Πορφ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που ταιριάζει στους θνητούς, αυτός που αρμόζει στους θνητούς, [[ανθρώπινος]] («θνατὰ θνατοῑσι [[πρέπει]]», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θνητά</i><br />με τρόπο που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θάνατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |