όναγρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(Created page with "{{grml |mltxt=ο (ΑΜ ὄναγρος)<br>νεοελλ.<br>ζωολ. λόγια ονομασία τού ασιατικού αγριογαϊδάρου, που, σύμφω...") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὄναγρος]])<br>νεοελλ.<br>ζωολ. λόγια ονομασία τού ασιατικού αγριογαϊδάρου, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, είναι γνωστός ως Equus hemionus και αντιπροσωπεύει το υποείδος αυτό, αλλ. περσικός όναγρος<br>αρχ.<br>1. άγριος όνος<br>2. ως κύριο όν. Ὄναγρος<br>τίτλος τού ελληνικού πρωτοτύπου τού έργου τού Πλαύτου Αsinaria.<br>3. είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκσφενδονίζονταν πέτρες ή άλλα βαριά βλήματα.<br>[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγριος]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὄναγρος]])<br>νεοελλ.<br>ζωολ. λόγια ονομασία τού ασιατικού αγριογαϊδάρου, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, είναι γνωστός ως [[Equus hemionus]] και αντιπροσωπεύει το υποείδος αυτό, αλλ. περσικός όναγρος<br>αρχ.<br>1. [[άγριος]] [[όνος]]<br>2. ως κύριο όν. [[Ὄναγρος]]<br>τίτλος τού ελληνικού πρωτοτύπου τού έργου τού Πλαύτου [[Αsinaria]].<br>3. είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκσφενδονίζονταν πέτρες ή άλλα βαριά βλήματα.<br>[ΕΤΥΜΟΛ. < [[ὄνος]] + [[ἄγριος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 7 April 2021
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὄναγρος)
νεοελλ.
ζωολ. λόγια ονομασία τού ασιατικού αγριογαϊδάρου, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, είναι γνωστός ως Equus hemionus και αντιπροσωπεύει το υποείδος αυτό, αλλ. περσικός όναγρος
αρχ.
1. άγριος όνος
2. ως κύριο όν. Ὄναγρος
τίτλος τού ελληνικού πρωτοτύπου τού έργου τού Πλαύτου Αsinaria.
3. είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκσφενδονίζονταν πέτρες ή άλλα βαριά βλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγριος].