διεξελαύνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. [[ἐλαύνω]]), διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] ἐφ’ ἁμάξης, [[ἔφιππος]] ἢ [[πεζός]], ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὸ [[προάστειον]] 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
|lstext='''διεξελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. [[ἐλαύνω]]), διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] ἐφ’ ἁμάξης, [[ἔφιππος]] ἢ [[πεζός]], ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὸ [[προάστειον]] 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly