κάθαρμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθαρμα''': τό, ([[καθαίρω]]) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ [[ἀκαθαρσία]] ἥτις ἀπομένει [[μετὰ]] τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, [[σκωρία]], Στραβ. 146C.<br /> 2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, [[ἀπόβλητος]], [[σκύβαλον]] τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων [[εἶναι]] Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο [[συνήθεια]] ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι [[δημοσίᾳ]] φαύλους τινὰς καὶ [[λίαν]] ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν [[συμφορά]] τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: [[περίψημα]] ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι [[οὕτως]] ἐκαθαρίζετο ἡ [[πόλις]] ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.<br />ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[κάθαρσις]], [[καθαρισμός]], ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … [[ἀμοιβάς]], ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.
|lstext='''κάθαρμα''': τό, ([[καθαίρω]]) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ [[ἀκαθαρσία]] ἥτις ἀπομένει μετὰ τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, [[σκωρία]], Στραβ. 146C.<br /> 2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, [[ἀπόβλητος]], [[σκύβαλον]] τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων [[εἶναι]] Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο [[συνήθεια]] ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι [[δημοσίᾳ]] φαύλους τινὰς καὶ [[λίαν]] ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν [[συμφορά]] τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: [[περίψημα]] ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι [[οὕτως]] ἐκαθαρίζετο ἡ [[πόλις]] ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.<br />ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[κάθαρσις]], [[καθαρισμός]], ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … [[ἀμοιβάς]], ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly