εὕδω: Difference between revisions

4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὕδω''': παρατ. ηὗδον Πλάτ. Συμπ. 203Β, ἀποκατασταθὲν ἐν Εὐρ. Βάκχ. 683, Ρήσῳ 763, 779, εὗδον Ἰλ. Β. 2, Θεόκρ. 2126, Ἰων. εὕδεσκε Ἰλ. Χ. 503: - μέλλ. εὑδήσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 337: - ἀόρ. ηὕδησα (καθ-) Ἱππ. Κοιμῶμαι, [[πλαγιάζω]], συχνὸν παρ’ Ὁμ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὁπότ’ ἂν αὗτε εὕδησθα γλυκὺν [[ὕπνον]] Ὀδ. Θ. 445· [[ὕπνον]] οὐκ εὐδαίμονα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1014· γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον [[ὕπνον]] Θεόκρ. 24. 7· [[ὡσαύτως]], ὕπνῳ γ’ εὕδοντα, βεβυθισμένον εἰς [[ὕπνον]] (κατὰ Badham: ἐνδόντα, παραδοθέντα εἰς τὸν [[ὕπνον]]), Σοφ. Ο. Τ. 65· εὕδειν… παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ Ὀδ. Ο. 337, 342· σὺν ὁμήλικι εὕδειν Θεόγν. 1059· τὴν ὅλην νύκτα Πλάτ. Νόμ. 807Ε, κ. ἀλλ.: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου. Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Ἰλ. Κ. 482· οὑμὸς εὕδων…[[νέκυς]] Σοφ. Ο. Κ. 621· πρβλ. [[κοιμάω]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταφ., ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]], ὄφρ’ εὕδῃσι [[μένος]] Βορεάο Ἰλ. Ε. 524· εὑδέτω [[πόντος]] [[Σιμωνίδης]] 44. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 566· εὕδοντα πόλεμον ἐπεγείρειν Σόλων 3. 19· εὕδουσι δ’ ὀρέων κορυφαὶ Ἀλκμὰν 34· [[οὔπω]] κακὸν τόδ’ εὕδει Εὐρ. Ἱκ. 1148· εὕδει [[χάρις]], κοιμᾶται, παύεται, Πινδ. Ι. 7 (6), 23, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 662· ἐπὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς καρδίας, εἶμαι [[ἥσυχος]], εἶμαι εὐχαριστημένος, εὑδούσῃ φρενὶ Σοφοκλ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Θεόκρ. 126, Πλάτ. Πολ. 571C· (οὕτω τὸ dormine, ἐν τῇ Λατιν. πρβλ. Heid. Ὁρατ. Σατ. 1. 2, 7): - ἐπὶ προσώπων, κοιμῶμαι, [[ὥστε]] κεἰ βραδὺς εὕδει, δηλ. καὶ ἂν ἀναπαύεται ἀκόμη καὶ δὲν θέλει νὰ κινηθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 307· Τισίαν ἐάσομεν εὕδειν, θὰ ἀφήσωμεν αὐτὸν νὰ ἀναπαυθῇ, Πλάτ. Φαῖδρος 267Α· πρβλ. [[βρίζω]]. - Παρὰ πεζογράφοις κοινότερον [[εἶναι]] τὸ [[καθεύδω]], ἂν καὶ εὑρίσκομεν τὸ [[εὕδω]] ἐν Ἡρόδ. 1. 34, 209, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κυν. 5. 11.
|lstext='''εὕδω''': παρατ. ηὗδον Πλάτ. Συμπ. 203Β, ἀποκατασταθὲν ἐν Εὐρ. Βάκχ. 683, Ρήσῳ 763, 779, εὗδον Ἰλ. Β. 2, Θεόκρ. 2126, Ἰων. εὕδεσκε Ἰλ. Χ. 503: - μέλλ. εὑδήσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 337: - ἀόρ. ηὕδησα (καθ-) Ἱππ. Κοιμῶμαι, [[πλαγιάζω]], συχνὸν παρ’ Ὁμ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁπότ’ ἂν αὗτε εὕδησθα γλυκὺν [[ὕπνον]] Ὀδ. Θ. 445· [[ὕπνον]] οὐκ εὐδαίμονα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1014· γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον [[ὕπνον]] Θεόκρ. 24. 7· [[ὡσαύτως]], ὕπνῳ γ’ εὕδοντα, βεβυθισμένον εἰς [[ὕπνον]] (κατὰ Badham: ἐνδόντα, παραδοθέντα εἰς τὸν [[ὕπνον]]), Σοφ. Ο. Τ. 65· εὕδειν… παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ Ὀδ. Ο. 337, 342· σὺν ὁμήλικι εὕδειν Θεόγν. 1059· τὴν ὅλην νύκτα Πλάτ. Νόμ. 807Ε, κ. ἀλλ.: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου. Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Ἰλ. Κ. 482· οὑμὸς εὕδων…[[νέκυς]] Σοφ. Ο. Κ. 621· πρβλ. [[κοιμάω]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταφ., ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]], ὄφρ’ εὕδῃσι [[μένος]] Βορεάο Ἰλ. Ε. 524· εὑδέτω [[πόντος]] [[Σιμωνίδης]] 44. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 566· εὕδοντα πόλεμον ἐπεγείρειν Σόλων 3. 19· εὕδουσι δ’ ὀρέων κορυφαὶ Ἀλκμὰν 34· [[οὔπω]] κακὸν τόδ’ εὕδει Εὐρ. Ἱκ. 1148· εὕδει [[χάρις]], κοιμᾶται, παύεται, Πινδ. Ι. 7 (6), 23, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 662· ἐπὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς καρδίας, εἶμαι [[ἥσυχος]], εἶμαι εὐχαριστημένος, εὑδούσῃ φρενὶ Σοφοκλ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Θεόκρ. 126, Πλάτ. Πολ. 571C· (οὕτω τὸ dormine, ἐν τῇ Λατιν. πρβλ. Heid. Ὁρατ. Σατ. 1. 2, 7): - ἐπὶ προσώπων, κοιμῶμαι, [[ὥστε]] κεἰ βραδὺς εὕδει, δηλ. καὶ ἂν ἀναπαύεται ἀκόμη καὶ δὲν θέλει νὰ κινηθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 307· Τισίαν ἐάσομεν εὕδειν, θὰ ἀφήσωμεν αὐτὸν νὰ ἀναπαυθῇ, Πλάτ. Φαῖδρος 267Α· πρβλ. [[βρίζω]]. - Παρὰ πεζογράφοις κοινότερον [[εἶναι]] τὸ [[καθεύδω]], ἂν καὶ εὑρίσκομεν τὸ [[εὕδω]] ἐν Ἡρόδ. 1. 34, 209, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κυν. 5. 11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly