οἰμάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰμάω''': ([[οἴμη]]), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, [[κάμνω]] ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 [[κίρκος]] … οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, [[τρέχω]], [[σπεύδω]], θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.
|lstext='''οἰμάω''': ([[οἴμη]]), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, [[κάμνω]] ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 [[κίρκος]] … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, [[τρέχω]], [[σπεύδω]], θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰμάω]] (Α)<br />(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)<br /><b>1.</b> (συν. για αρπακτικά πτηνά) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] («[[κίρκος]]... ῥηιδίως οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οίμα]]].
|mltxt=[[οἰμάω]] (Α)<br />(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)<br /><b>1.</b> (συν. για αρπακτικά πτηνά) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] («[[κίρκος]]... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οίμα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt.
|mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt.
}}
}}